Το ελληνόφωνο ήταν κάτι που δε με συγκίνησε ποτέ ιδιαίτερα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Θα μου πείτε, και τι δουλειά έχεις να καλύπτεις μια βραδιά ως επί το πλείστον αφιερωμένη σε αυτόν τον ήχο; Οι λόγοι ήταν αρκετοί και τελικά η μουσική μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να δει τα πράγματα λίγο διαφορετικά…
Ανταπόκριση: Άρης Ζαρκαδάκης / Φωτογραφίες: Χριστίνα-Θάλεια Παππά (πλήρες photo report εδώ)
Τη βραδιά άνοιξαν οι Motherfuzz. Ένα heavy rock power-trio, με σποραδική δισκογραφική (δύο demo eps’) και συναυλιακή παρουσία από το 2017 όταν και σχηματίστηκαν. Τους είχε πάρει γραμμή το αυτάκι μου, δεν είχα βρεθεί όμως σε κάποιο live τους. Μπήκαν με τα μπούνια, μπροστά σε ένα κοινό που και μικρό ήταν την ώρα που ανέβηκαν στη σκηνή, και με άλλα ακούσματα και γούστα προφανώς καθώς η πλειοψηφία του κοινού κατηφόρισε τις σκάλες του AN Club, για ελληνόφωνο ροκ εκείνο το βράδυ. Δύσκολα πράγματα δηλαδή.
Τράβηξαν όμως την προσοχή οφείλω να ομολογήσω αρκετών παρευρισκομένων, αλλά και τη δική μου καθώς είναι πολύ πιο κοντά στα ακούσματα μου, από το υπόλοιπο line up. Άνω του μετρίου σίγουρα παικτικά, με ιδέες και αρκετή όρεξη πάνω στη σκηνή, τους ψιλοχαντάκωσε ο ήχος καθώς ήταν όλα στο τέρμα και όχι με την καλή έννοια, ειδικά τα φωνητικά. Αυτά όμως είναι πράγματα που φτιάχνονται καθώς η μαγιά υπάρχει. Κάτι άκουσα για νέο album. Νομίζω θα πάει καλύτερα γενικά το θέμα.

Σειρά είχαν τα Γουρούνια στο Διάστημα. Εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενοι με τυπικό ελληνόφωνο ροκ ήχο (και στίχο), ο οποίος ακόμη και στο 2022 έχει ένα σεβαστό σε όγκο κοινό. Σε στιγμές μου θύμιζαν κάτι από Γιώργο Τσίγκο, άλλες πάλι κάτι από Κίτρινα Ποδήλατα. Τα παιδιά κυκλοφόρησαν το τρίτο τους album το καλοκαίρι που μας πέρασε. Ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα ο ντράμερ ο οποίος ανέβαζε τη μπάντα ένα επίπεδο παραπάνω. Αν είστε fans αυτού του ήχου, δώστε τους μια ευκαιρία, την αξίζουν και με το παραπάνω. Και ένα extra credit για τον κοινωνικό στίχο. Δεν αποτελεί πρωτοπορία, αλλά κάθε μπάντα που το κάνει έχει το σεβασμό μου. Μια χαρά ήταν τα παλικάρια τελικά. Και ευγενικότατες φυσιογνωμίες.

Με το κοινό να peakάρει σε αριθμό κατά τη διάρκεια που η Πτέρυγα 3 έστηνε στη σκηνή, και με τον (ξυπόλητο) drummer να μας επιδεικνύει την τρύπια του κάλτσα (μετά από δική μου προτροπή…), σκεφτόμουν με νοσταλγία πόσα χρόνια γυρνοβολούσαμε στα ίδια μέρη και πόσες μπίρες είχαμε τσουγκρίσει με μέλη της μπάντας και πολλούς από τους στενούς φίλους τους, σχεδόν από το 2004… Κάποια στιγμή μάλιστα όπως κοιτούσα γύρω μου ένιωθα λες και αυτό ήταν ένα άτυπο reunion…και όχι η παρουσίαση του debut album των Πτέρυγα 3, το οποίο έκανε και αρκετό θόρυβο μάλιστα στις αρχές της χρονιάς που κυκλοφόρησε.

Μακριά από τα στεγανά του ήχου που χαρακτηρίζει τις μπάντες του ιδιώματος, πιο σκοτεινοί, πιο ψυχεδελικοί, με πολλές 70’s επιρροές και με ήχο μπόμπα. Ο στίχος σε γενικές γραμμές φέρνει στο ύφος των λατρεμένων τους Διάφανων Κρίνων και λογικό θα έλεγα. Ο mainman Βαγγέλης Τσίμος το έζησε πραγματικά και έκανε τη σκηνή δική του, όχι τόσο από performance αλλά από το πόσο πολύ φάνηκε να ζει τις στιγμές και το πόσο φαινόταν ότι πιστεύει σε αυτό που έχει φτιάξει με τους τέσσερις υπόλοιπους τρόφιμους της Πτέρυγας 3. Πολλά-πολλά μπράβο πραγματικά. Με κάνατε να αναθεωρήσω για πολλά πράγματα. Και ξέρετε για τι ξερή κεφάλα μιλάμε. Fans ελληνόφωνου ή όχι, ρίξτε μια ματιά στα παιδιά. Το αξίζουν πραγματικά. Ελπίζω να τους ξαναπετύχω σύντομα κάπου εκεί έξω, είτε στη σκηνή είτε στη γύρα…
