Περίεργο βράδυ Τετάρτης αυτό που ζήσαμε στο Gagarin, αν και νομίζω ότι το φινάλε εν τέλει μας αποζημίωσε όλους.
Ανταπόκριση: Μανώλης Ροδοκανάκης / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (πλήρες photo report εδώ)
Αρχή με Matt Miller και η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τι να περιμένω. Εντάξει, είχα κάνει το homework μου, κιθαρίστας σε φάση one man band, ok, άρα live τι; Εν τέλει live ήταν ο ίδιος ο – συμπαθής σε γενικές γραμμές – Matt Miller, που μαζί με έναν drummer επιδόθηκε σε μισή ώρα όχι ιδιαίτερα ενδιαφέροντος σολαρίσματος, με μερικά διάσπαρτα riff από δω κι από κει. Δεν είναι ρε παιδί μου ότι πονέσανε τα αυτιά μας ή κάτι τέτοιο, αλλά σε γενικές γραμμές το όλο θέαμα-ακρόαμα ήταν κάπως αδιάφορο, με τον καημένο τον Matt να προσπαθεί μάταια να ξεσηκώσει λίγο τον κόσμο ο οποίος ήταν ούτως ή άλλως λιγοστός. Ο κόσμος δεν ξεσηκώθηκε ιδιαίτερα αν εξαιρέσεις μερικά σχεδόν τυπικά χειροκροτήματα, και η όλη κατάσταση ήταν οριακά άβολη κατά διαστήματα – όπως για παράδειγμα όταν ο Matt Miller επέμενε να ανακοινώνει με brutal φωνή τους τίτλους ορχηστρικών κομματιών. Χμμμ… “Last song for today guys, so the real bands can play” σε ένα μείγμα αυτοσαρκασμού και ειλικρίνειας από τον Matt, και πάμε παρακάτω.

Θα αργούσαμε ακόμα να δούμε real bands πάντως. Και αυτό γιατί οι Stoic Suffering που ακολούθησαν – με κιθαρίστα πάλι τον Matt Miller, δε ξέρω τι μέσο έχει ο τύπος! – δεν κατάφεραν να κερδίσουν τον κόσμο που είχε αρχίσει δειλά δειλά να μαζεύεται. Για την ακρίβεια σχεδόν τον έδιωξαν. Κι αυτοί μωρέ δεν είναι ότι ήταν αδιανόητα κακοί ή κάτι τέτοιο, και είχαν σίγουρα πολλή ενέργεια και αρκετές καλές στιγμές. Αλλά και το κάπως metalcore-να-το-πω στυλ τους δεν πολυκόλλαγε στο ύφος της μέρας, και ο frontman στην προσπάθεια του να φανεί δυναμικός, επιθετικός, έντονος ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, κατάφερε να γίνει μάλλον κωμικός και γραφικός. Τα προηχογραφημένα ηλεκτρονικά μέρη δε νομίζω ότι προσέφεραν πολλά στην απόδοση της μπάντας, η απουσία μπάσου φαντάζομαι δε βοήθησε, και γενικά οι τύποι παίξανε μέσες – άκρες 20 λεπτά, χωρίς να ξέρω αν αυτό ήταν εξ’ αρχής το πρόγραμμα ή αν δεν την πάλεψαν με την κάπως ψυχρή αντιμετώπιση του κόσμου.

Μουδιασμένοι κάπως, λίγο από τον κόσμο που παρέμενε σχετικά λίγος, λίγο από τα… “αγούσταρα” support, περιμένουμε τους Vapor μπας και σώσουν την παρτίδα. Ανεβαίνουν που λές οι δικοί σου, σκάει και ένας κιθαριστοτραγουδιστής με ένα πραγματικά τεράστιο μαλλί και ένα ακόμα πιο τεράστιο χαμόγελο, και από τα πρώτα σκασίματα σκέφτομαι «εντάξει, γίναμε». Οι τύποι παίζουνε ένα κάπως ντεμοντέ πια στις μέρες μας γκρουβάτο thrash, το κάνουν άψογα, η ενέργεια που βγάζουν είναι υπέροχη, ο κόσμος ανταποκρίνεται με την μία, και τα πράγματα αρχίζουν να φτιάχνουν. Σε σχέση με πριν τουλάχιστον, γιατί στην πρώτη μπάντα που πραγματικά θέλουμε να ακούσουμε, ο ήχος δεν μας βοηθάει, καθώς η φωνή σχεδόν στο μισό set κυριολεκτικά δεν ακούγεται, και στο άλλο μισό ακούγεται μετά βίας. Ας είναι. Θα κρατήσουμε ότι επιτέλους πήραμε λίγος μπρος, ότι ο θεούλης που τραγουδούσε έμπλεκε τα μαλλιά του στα κλειδιά της κιθάρας του κάθε φορά που πήγαινε να κάνει headbanging, και ότι είχαμε και το πρώτο μας pit. Επιτέλους δηλαδή. Αναμονή τώρα που άνοιξε η όρεξη, για το κυρίως πιάτο.

Και αναμονή. Και αναμονή. Και αναμονή. Και ο κόσμος μοιραία να αρχίζει να εκνευρίζεται κάπως, γιατί να πας 10-15 λεπτά πίσω δεν έγινε και τίποτα, αλλά να πας κοντά τρία τέταρτα, καπού αρχίζουν και σπάνε λιγάκι τα νεύρα σου. Ειδικά όταν μαζί με το προγραμματισμένο μισάωρο break μετά τους Vapor, όλη η αναμονή ξεπερνάει την μία ώρα, έτσι; Μη με ρωτήσετε γιατί, δε ξέρω. Υποθέτω ότι κάποιος λόγος θα υπήρχε, και είμαι σίγουρος ότι ήταν καλός. Εντάξει, συμβαίνουν και αυτά. Για να λέμε πάντως και τα καλά και να είμαστε δίκαιοι, ο χώρος κλιματιζόταν και εξαεριζόταν άψογα, με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα να είναι πολύ ευχάριστη και ο κόσμος παρά την δικαιολογημένη αδημονία να παραμένει σε πολύ καλή διάθεση.
Οπότε όταν ο τεράστιος, τεράστιος, ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ Jeff Becerra ανέβηκε μόνος του στη σκηνή, κάθε υποψία εκνευρισμού χάθηκε και το κοινό τον υποδέχτηκε με τρελό ενθουσιασμό. Και πώς να γίνει αλλιώς όταν μιλάμε για έναν τύπο που είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για αυτό που λέμε σήμερα death metal έτσι; Ξεκίνημα με “No More Room in Hell” λοιπόν, “When there’s no more room in hell, the dead shall walk this earth”, και πάμε. Οι Possessed είναι εδώ και είναι έτοιμοι να μας αποδείξουν για δεύτερη φορά ότι παραμένουν επικίνδυνοι. Η μπάντα παικτικά είναι άψογη, ο Becerra αν και κάπως κουρασμένος – και κάπως χαμηλά στον ήχο δυστυχώς – ανταποκρίνεται εξαιρετικά, το pit δεν έχει σταματήσει λεπτό… Και όμως κάτι λείπει. Γιατί αυτό που αναζητάς από τους Possessed, αυτό που εγώ αναζητώ, ξεπερνάει πεζότητες όπως καλή απόδοση, ήχος, κλπ. Είναι αυτή η αίσθηση τρόμου, αυτό το αχαλίνωτο, το οριακά επικίνδυνο. Αυτό που όσοι ήσασταν στο live τα Χριστούγεννα του ’16 θυμάστε. Αυτό το «δε θα την βγάλω καθαρή από δω μέσα…»

Τρία κομμάτια κράτησαν αυτές οι σκέψεις, μέχρι να ακούσω τον Jeff να λέει στο μικρόφωνο “There’s a sacred city not far from here”. Και μετά μπαίνει το “Pentagram”. Και το pit ανοίγει σαν portal, και πιάνει το μισό μαγαζί… Και τα πράγματα αρχίζουν να είναι όπως πρέπει να είναι σε ένα live Possessed. Ήταν όλα άψογα από κει και πέρα; Όχι. Ο Jeff για παράδειγμα είχε μονίμως προβληματάκια με το μικρόφωνο με αποτέλεσμα να έχουμε μικροδιακοπές, ενώ ο ήχος σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να είναι καλύτερος. Αλλά εγώ αυτό που ήθελα το πήρα. Το συναίσθημα που περιέγραψα πιο πάνω, κάτι που εγώ προσωπικά έχω συνδυάσει άρρηκτα με τους Possessed, υπήρχε. Και ξέρεις τι, δε νομίζω να είμαι ο μόνος. Το έβλεπες στο κόσμο γύρω σου. Είναι μωρέ μερικές μπάντες, που έχουν κάτι στη μουσική τους που μπορεί να ξυπνήσει περίεργα πράγματα μέσα σου, και οι Possessed είναι μία από αυτές τις μπάντες. Θα έλεγε κανείς ότι η μουσική τους σχεδόν σε καταλαμβάνει. Θα έλεγα και ότι δεν είναι τυχαίο το όνομά τους, αλλά θα με πούνε γραφικό. Αλλά πολλά μάτια γύρω μου γυαλίζανε, καθώς πηγαίναμε αλλοφρονούντες από “Pentagram” σε “Tribulation” και από “The Exorcist” σε “Demon”. Λίγο πριν το κλείσιμο, “Death Metal”. “Arise from the dead, attack from the grave, the killing won’t stop ’til first light”. Δε χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο.
