Το ντεμπούτο studio album των Population II, επικεντρώνεται μέσα από τον weird ήχο του, να προσεγγίσει τη γνώση του Όλου. Θεωρώ πως η στάση του, γέρνει προς τη μεριά της προσωπικής ενδοσκόπησης και αναζήτησης ως υπάρχον, παρά της έκφρασής της ως πραγματικότητα. Η εμβύθιση στην ενέργεια που παράγεται μέσω της κοντινής παρατήρησης με την ύλη, σε συνδυασμό πάντα, με την μακρινή αντίληψη του σύμπαντος, προσγειώνει το À La Ô Terre, στη θέση μιας βαριάς ψυχεδέλειας, βουτηγμένης σε acid παλμό, fuzz τόνους και στίγματα jazz και krautrock. “Both old school και timeless”, όπως αναφέρει και η Castle Face Records, δισκογραφική του John Dwyer/Osees, για την προώθησή του.
Ατάραχο και ‘βαρύ’ στέκεται το μπάσο, κεντρικός ο ρόλος του, σαν το woofer του συστήματος. Μελωδίες πιάνει η κιθάρα, χορεύει και στροβιλίζεται. Παρόλα αυτά, θα υπάρξουν σκοτεινές και επίμονες διαδρομές, επίσης. Τα τύμπανα κυκλοθυμικά, αγκαλιάζουν ή μάχονται στη ροή της μουσικής. “Introspection”, η φωνή, πότε εμφανίζεται σπαρακτικά και για λίγο, κατά την έξαρση, ώστε να την σηματοδοτήσει, άλλοτε, πιάνει μοιρολογικό mood (“Il eut un Silence dans le Ciel”). Την αγαπημένη μου όμως συμπεριφορά της , σαν πικρόγλυκο τραγούδισμα, παθιασμένο και ταξιδιάρικο, παραμορφωμένα ονειρικό, εμφανίζει κατά το “Ce n’est Rêve”, το επίσημο κομμάτι γνωριμίας τους. Και ο λόγος που θα ασχοληθείς επιπλέον.
Έτσι, μεταξύ doom, punk και ανατολίτικης αύρας, η αίσθηση μπασταρδεύει το “Les Vents”, ώσπου αυτό να χυθεί σαν χείμαρρος, τρομακτικά, μέσα στο “L’Offrande”. Κατόπιν μιας ελαφράς προετοιμασίας της προσοχής μας, “Attraction”, αναφέρω το “La Dance”, αφού μοιάζει να αφουγκράζεται τον ρυθμό των αλλοφώνων της περιοχής, όσο και το Ισπανικό ταμπεραμέντο των κατοίκων στις γαλλικές κτήσεις της Ανατολικής Ακτής. Τέλος, το “À la Porte de Domain”, ιδιαίτερα όμορφο, λίγο πριν την ολοκλήρωση του δίσκου, θα σε πλανέψει νωχελικά… Ένα πολύ καλό ξεκίνημα και άλλη μία ευκαιρία μουσικής, stoned like, καπνισμένης εκπομπής, στην προσθήκη. Με άλλα λόγια: Quebec rocks. Μία retroactive, αυτόχθονη ροκιά.