Θα έλειπαν οι Placebo από το πιο γεμάτο συναυλιακά καλοκαίρι των τελευταίων χρόνων; Αδύνατον. Την Πέμπτη το βράδυ θα ήταν η τέταρτη φορά που θα έβλεπα τους Placebo, και ως fan της μπάντας που όλοι αγαπούν να μισούν, ήθελα πάρα πολύ να πάει καλά το live. Ολόκληρη η βραδιά όμως ήταν μια μεγάλη αντίθεση, και θα προσπαθήσω να εξηγηθώ όσο πιο δίκαια γίνεται.
Ανταπόκριση: Σπύρος Ζαρμπαλάς / Φωτογραφίες: Χlalala Productions (Αναστασία Παπαδάκη)
Oι μουρμούρες είχαν ξεκινήσει από τις ακυρώσεις πρόσφατων shows στο εξωτερικό λόγω covid, και εντάθηκαν σε μεγάλο βαθμό με την ακύρωση της Θεσσαλονίκης για λόγους υγείας την προηγούμενη (μόλις λίγες ώρες πριν). Πολλοί (και εγώ μαζί) περιμέναμε πάνω από τα social της μπάντας για να δούμε αν τελικά στην Αθήνα η συναυλία θα γίνει κανονικά, και ευτυχώς με μια λιτή ανακοίνωση οι Placebo το επιβεβαίωσαν.
Το live άνοιξε με DJ set ο κοντινός φίλος του Brian Molko, Γιώργος Φακίνος, ζεσταίνοντας με τις επιλογές του τον κόσμο που εισερχόταν στον χώρο μετά την τεράστια ουρά αναμονής. Ήδη από εκείνη την ώρα, υπήρχε αισθητή δυσφορία από το combo ζέστης/στριμώγματος, και φαινόταν το τι θα επακολουθήσει.
Με μια μικρή καθυστέρηση οι Placebo ανέβηκαν στην σκηνή στις 21:45 με το “Forever Chemicals” από τον νέο δίσκο τους, “Never Let Me Go” ο οποίος είχε και την μερίδα του λέοντος στο set, από τη στιγμή που ακούσαμε 8 από τα 12 κομμάτια του ζωντανά. Eξ αρχής ο Stefan Olsdal είχε αναλάβει τον ρόλο της επικοινωνίας με τον κόσμο σηκώνοντας και όλο το βάρος της σκηνικής παρουσίας, και γρήγορα καταλάβαμε ότι το θέμα υγείας αφορούσε τον Brian Molko που έμοιαζε να μην είναι σε καλή κατάσταση σωματικά και ψυχολογικά.
Συνεχίζοντας με νέα κομμάτια σερί, το κοινό ήταν αρκετά υποτονικό εφόσον απ’ ότι φαινόταν δεν είχε αφομοιώσει ακόμα το υλικό, και περίμενε εναγωνίως κάποιο από τα πολυάριθμα hits της μπάντας για να εκδηλωθεί. Με τις πρώτες νότες του (προσωπικού αγαπημένου) “Bionic” η ατμόσφαιρα άρχισε αμέσως να αλλάζει προς το καλύτερο, όμως το live αντί να απογειωθεί, προσγειώθηκε απότομα. Και μακάρι το πρόβλημα να ήταν τα “Harder, Faster” που μάταια προσπαθούσε (προς τιμήν του) να φτάσει ο Molko ενώ η φωνή του δεν του το επέτρεπε. Φανερά εκνευρισμένος διέκοψε το σετ για να διαπληκτιστεί με κάποιον από το Golden Standing ο οποίος τσακωνόταν με τους security και του “αποσπούσε την προσοχή”.
Θα ήταν όλα οκ μέχρι εδώ αλλά ο εκνευρισμός του εντάθηκε και κατέληξε σε “Just shut the fuck up! If you don’t like it here, please leave and go somewhere else”. Παγωμάρα, αμήχανα βλέμματα αριστερά δεξιά, εκνευρισμός διάχυτος στον κόσμο που παρόλα αυτά χειροκρότησε όταν το θέμα προχώρησε σε μια ακόμα έκκληση του τραγουδιστή για συναυλία χωρίς κινητά (είχε προηγηθεί μήνυμα στις οθόνες πριν την έναρξη του live). “Δεν θέλω να με ανεβάσετε στο internet με σκατά φωνή, προσπαθώ να αποδώσω με λαρυγγίτιδα για όλους εσάς”. Έχοντας βιώσει προσωπικά παρόμοια κατάσταση, μπορώ να καταλάβω το πόσο δύσκολο και επίπονο είναι, αλλά δεν υπάρχει λόγος να ξεσπάς στο κοινό, ειδικά αν δεν έχεις καταφέρει μέχρι στιγμής να το ικανοποιήσεις.
Με αυτά και με αυτά, το cocktail του περίεργου setlist με τον τσακωμό και την χαμηλή ενέργεια του Brian Molko, μας οδήγησε στο 11ο (!!!) κομμάτι για να πάρει το κοινό (και το live μαζί) τα πάνω του με το “Too Many Friends”. Ενώ δεν αποτελεί καν κάποιο “Placebo Classic”, έδειξε με την μία την διαφορά δυναμικότητας και παλμού που δίνει ένα hit σε μια συναυλία. Sing along, χειροκρότημα, χορός, και όλα όσα περιμένει κάποιος πηγαίνοντας σε ένα live αγαπημένης του μπάντας. Ένα vibe που ευτυχώς έμεινε μέχρι το τέλος αφού τα “For What It’s Worth”, “Slave To The Wage” και -κυρίως- “The Bitter End” έδωσαν το απαραίτητο καύσιμο, πριν οι Placebo αποσυρθούν μετά από περίπου 70 λεπτά για το κλείσιμο με το “Running Up That Hill”.
Ο ήχος ήταν κρύσταλλο, σχεδόν CD, αλλά τι να το κάνεις όταν τα levels έντασης είναι σε επίπεδο που αν μιλάει ο διπλανός σου, σε ενοχλεί (χωρίς καμία υπερβολή). Μάλιστα, όπως πληροφορήθηκα η αιτία του τσακωμού με το security που καυτηρίασε ο Molko ήταν παράπονα του θεατή για την ένταση του ήχου.
Ενέργεια και αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της μπάντας δεν υπήρξε ποτέ. Είναι όντως τσακωμένοι; ‘Ήταν η κακή βραδιά και η λαρυγγίτιδα; Ποιος ξέρει. Το 95% των κομματιών που περίμεναν όλοι να ακούσουν, δεν παίχτηκε ποτέ. Λογική η προώθηση του νέου δίσκου, αλλά όταν είσαι ένας καλλιτέχνης blessed με τόσα πολλά hits, το να τα αγνοείς επιδεικτικά αφήνει πολύ πικρή γεύση σε όσους σε στήριζαν μέσω αυτών των κομματιών για να μπορείς 25 χρόνια μετά να βγάζεις ακόμα νέους δίσκους.
H Τεχνόπολη είναι ένας πολύ ωραίος, σωστά στημένος και φοβερά κεντρικός χώρος. Όμως, για αυτήν την συναυλία δεν ήταν σε καμία περίπτωση η σωστή επιλογή. Ο κόσμος είχε σκαρφαλώσει ο ένας πάνω στον άλλον, ανεβασμένοι σε τραπέζια καρέκλες για να μπορούν να δουν τι γίνεται στο stage (και με αυτό εννοώ να έχουν απλά μια οπτική επαφή), και το χειρότερο απ’όλα, στοιβαγμένοι σαν τις σαρδέλες εν μέσω covid και καύσωνα. Μόνο γύρω μου στο πίσω μέρος υπήρξαν τέσσερις λιποθυμίες (μπράβο για την άμεση αντίδραση των διασωστών).
Τέλος, δύο λόγια για το πολυσυζητημένο θέμα τελευταία του διαχωρισμού σε Arena A/B (ή “Golden Standing” όπως χτες). Είναι κάτι που γενικά συμβαίνει παγκοσμίως, δεν το φέραμε εμείς στην μόδα και ευτυχώς ή δυστυχώς δεν θα το καταργήσουμε εμείς. Το όλο ζήτημα αρχίζει και γίνεται ενοχλητικό όταν δεν λειτουργεί σωστά, ή έστω δίκαια. Δεν είναι πολύ λογικό σε τόσο μικρό χώρο, τα λίγα μέτρα απόστασης διαφορά να κοστίζουν (σχεδόν) διπλάσια τιμή.