Το να ανήκεις στην σύγχρονη εναλλακτική σκηνή και να αφιερώνεις έναν ολόκληρο δίσκο σε διασκευές ενός μεγάλου Έλληνα συνθέτη, είναι από μόνο του ένα ριψοκίνδυνό εγχείρημα το οποίο είδαμε και στο παρελθόν με κοντινά παραδείγματα, τον Vassiliko όπου στο “Sunday Gloomy Sunday” ασχολήθηκε με το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη και ο Κ.Βήτα με το “Transformations” σε διασκευές του Μάνου Χατζηδάκι.
Στον κατάλογο αυτόν έρχεται να προστεθεί και ο Παύλος Παυλίδης, ο οποίος, συνεπής στο δισκογραφικό του ραντεβού, επιστρέφει με έναν νέο δίσκο αφιερωμένο στον Γιάννη Μαρκόπουλο που έγινε με την έγκριση του ίδιου του συνθέτη και που σύμφωνα με τον Παυλίδη χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ο δίσκος μετράει λίγες μόλις μέρες κυκλοφορίας και έχει καταφέρει να συζητηθεί έντονα είτε θετικά, είτε αρνητικά. Για μένα προσωπικά χρειάστηκαν πολλές ακροάσεις και η συναυλία στο ίδρυμα Ωνάση προκειμένου να βγάλω ένα ολοκληρωμένο συμπέρασμα. Δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς να θέσει το εύλογο ερώτημα για το κατά πόσο η μουσική κατεύθυνση που ακολουθεί ο Παύλος Παυλίδης θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε 12 μνημειώδεις συνθέσεις του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Ίσως η αρχή να μην είναι η καλύτερη με την διασκευή στο “Πέρα από τη θάλασσα” σε μία υποτονική minimal εκτέλεση που δυστυχώς δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, ούτε στο “Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι” που ακούγεται σε πιο Nine Inch Nails ύφος, ωστόσο στην πορεία φαίνονται οι δυνατές στιγμές του δίσκου όπως “Η Ρόζα η ναζιάρα” σε μια δυνατή εκτέλεση όπου τα samples έχουν το πάνω χέρι και τα “Μαλαματένια λόγια” σε μια εκτέλεση “μπουκωμένη” με περισσότερο όγκο και τα “Χίλια μύρια κύματα” σε μια πιο ταξιδιάρικη εκτέλεση όπου οι ρυθμοί πέφτουν.
Στα δυνατά χαρτιά του δίσκου έρχονται να προστεθούν τα “Γκρεμισμένα σπίτια” με τις λούπες και την σκοτεινή του ατμόσφαιρα και η εξίσου ηλεκτρισμένη εκτέλεση στο “Τα λόγια και τα χρόνια”. Γενικότερα στην εν λόγω κυκλοφορία ο Παυλίδης και η μπάντα του δεν φιλοδοξούν να ανακαλύψουν ξανά τον τροχό, ούτε να αναμετρηθούν με τα μεγάλα ονόματα που ευθύνονται για τις αυθεντικές εκτελέσεις (αυτό το τελευταίο ειδικά θα ήταν παράνοια αν το ήθελαν). Το ζητούμενο ήταν μια σύγχρονη προσέγγιση των τραγουδιών η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της κρίνεται επιτυχημένη.
Είτε αυτό αρέσει σε μερικούς είτε όχι, ο Παύλος Παυλίδης ρισκάρει, τολμάει και το συνολικό αποτέλεσμα ενδεχομένως να τον δικαιώνει. Πίσω από το ρίσκο και την ανάγκη καταστροφής κάθε φραγμού άλλωστε είναι και το νόημα της τέχνης. Το αν αυτή η κυκλοφορία ήρθε για να μείνει η αν σε μερικά χρόνια θα είναι απλά μια ακόμη στη δισκογραφία του Παυλίδη αυτό θα το δείξει ο χρόνος. Ωστόσο εγώ πιστεύω πως στο μέλλον δεν αποκλείεται να εμπνεύσει κι άλλους καλλιτέχνες να κάνουν ένα πισωγύρισμα στις ρίζες τους και να τολμήσουν κάτι ανάλογο. Στα συν του δίσκου έρχεται να προστεθεί και το layout που ανέλαβε ο Στέφανος Ρόκος και που για μια ακόμη φορά συμπληρώνει το τελικό αποτέλεσμα με επιτυχία.