Η συναυλία ετούτη αναμφίβολα, θα χαραχθεί στη μνήμη πολλών. Κι αυτό διότι, εάν πρέπει να επαινέσουμε κάτι τόσο διθυραμβικά για τη συγκεκριμένη ημέρα, είναι η θεατρικότητα που ξεπέρασε κάθε πιθανή προσδοκία. Συχνά λησμονούμε την πραγματική σημασία μιας επιτυχημένης και δημιουργικής σκηνικής παρουσίας. Σε αυτό το live, λοιπόν και τα τρία συγκροτήματα έστησαν ένα “πεδίο μάχης” με νικητή τον πιο ξεσηκωτικό χαρακτήρα της βραδιάς. Κι ακόμη και τώρα το αποτέλεσμα μοιάζει θαμπό στο μυαλό μας. Ο ήχος από την έναρξη μέχρι την ολοκλήρωση της συναυλίας, ήταν τόσο καθαρός και διαυγής, γεγονός που εξύψωσε ακόμα παραπάνω το συνολικό show που δημιουργήθηκε.
Ανταπόκριση: Ευτυχία Διαμαντή / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη
Ξεκινώ, από τους Ice Nine Kills, οι οποίοι με το soundtrack του Halloween να ξεπροβάλλει και τον frontman να ξεπηδά στη σκηνή σαν μια μετενσάρκωση του Michael Myers από την ταινία του Carpenter, το εξύπνο σύμπλεγμα σύγχρονων μεταμφιέσεων με κεντρική θεματική κλασικούς χαρακτήρες ταινιών τρόμου της δεκαετίας του ‘80 – αφού στη συνέχεια ξαναγνωρίσαμε τον Σχιζοφρενή Δολοφόνο Με Το Πριόνι και βυθιστήκαμε στον κόσμο του διαστροφικού κλόουν Pennywise – και τα εφέ horror movies καθόλη τη διάρκεια του set τους, μας προσέφεραν ένα σαραντάλεπτο περίπου scary movie show, το οποίο θα θυμόμαστε ανεπιστρεπτί. Οι εναλλαγές των κουστουμιών, σε συνδυασμό με τα howls, τα φωνητικά γεμάτα γρέζι και τα εξοντωτικά riffs που χαρακτηρίζουν την metal-deathcore ταυτότητα του συγκροτήματος συνταίριαξαν κατάλληλα στο να καλλιεργήσουν μια συναρπαστική ατμόσφαιρα, που παρέμεινε ακέραιη μέχρι το τέλος. Οι ανήσυχοι horror-μεταλλάδες της Βοστώνης μας σύστησαν στα “γούστα” τους με το σκοτεινό Stabbing In The Dark, ενώ μεταξύ άλλων δεν παρέλειψαν το χαρακτηριστικό τους κομμάτι, Savages. Τα The American Nightmare, για να ξέρουμε με ποιους έχουμε να κάνουμε και It Is The End επισφράγισαν την εμφάνισή τους, ενώ ήδη το venue έμοιαζε ασφυκτικά γεμάτο και ανυπόμονο να υποδεχθεί τους Hollywood Undead.
H άσταση επταμελής συμμορία από την Καλιφόρνια, έσκασε σαν ωρολογιακή βόμβα on stage με το χορευτικό Undead να το διαδέχεται το απόλυτα ψυχαγωγικό Everywhere I Go και στη συνέχεια το σπιρτόζο Bullet και έτσι η ψυχική έκρηξη με την οποία πρωτοήρθαμε σε επαφή όλο και εντεινόταν. Τρομερή, διάχυτη ενέργεια και περίσσια ευδιαθεσία που δε θα μπορούσε να μην μας παρασύρει. Τι να πρωτοαναφέρω; Τα χιουμοριστικά σχόλια του Charlie Scene, το τόσο φαινομενικά ασύγχρονο, αλλά απόλυτα εναρμονισμένο δέσιμο μεταξύ πρώτων και δεύτερων φωνητικών ανάμεσα στα rapcore, metal κομμάτια τους, τη στιγμή που κάλεσαν έναν fan on stage, αφού ρωτούσαν αδιάκοπα ποιος ξέρει να παίζει κιθάρα, για να τους σιγοντάρει με ένα solo, στην εισαγωγή του επόμενου κομματιού, ή το τέλος του show όπου o Dylan (Funny Man) εμφάνισε μια τεράστια ελληνική σημαία και άρχισε να την ανεμίζει καθώς η μπάντα μας ευχαριστούσε συνεχώς για την υποστήριξή μας; Ομολογώ ότι αυτού του είδους το performance δεν το είχα ξαναζήσει σε τόσο μεγάλη και συνεχώς αυξανόμενη ένταση, από τρεις μπάντες που η καθεμία το κατέστησε τόσο επιτυχημένο και κατάφερε να το μεταδώσει στο κοινό με έναν εντελώς μοναδικό τρόπο.
Κατά τη διάρκεια της εμφάνισής τους το “Α Ηeart Of A Champion” μας βρίσκει να χορεύουμε ασταμάτητα ενώ το Empire μας προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ψυχική ευφορία. Tα Τime Bomb και Comin’ In Hot με την άψογη απόδοσή τους συναγωνίζονται στο moshing και στο λίκνισμα ενώ καθώς πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση του set, το Day Of The Dead σε συνδυασμό με τις πινελιές που έχει προσθέσει στη συνολική απόδοση του show η μπάντα, μας αφήνει νικημένους να έχουμε παραδοθεί εντελώς στο εντυπωσιακό πάρτι στο οποίο μας εισήγαγαν τόσο δυναμικά από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στη σκηνή.
Μετά από μια εικοσάλεπτη αναμονή περίπου, ο λόγος για τον οποίο έπρεπε τελικά να περιμένουμε είκοσι χρόνια να απολαύσουμε από κοντά τους Papa Roach, ξεδιπλώθηκε μπροστά μας. Ο Jacoby και η ομάδα του, έσπειραν τον πανικό από το πρώτο δευτερόλεπτο του set τους. Οι εναρκτήριες νότες του Dead Cell, προκαλούν τις πιο μεγάλες ζητωκραυγές που θα μπορούσε ποτέ ένα κοινό να δώσει, φανερώνοντας τον κρυφό, αστείρευτο πόθο πολλών νέων αλλά και μεγαλύτερων να τους δουν επιτέλους στη χώρα τους. Ο ίδιος απαντά σε αυτή την αντίδραση, εμφανώς σοκαρισμένος, λέγοντας “γιατί περιμέναμε τόσα χρόνια για να έρθουμε;” και το πάρτι αναζωπυρώνεται. Το διαχρονικό Blood Brothers, βρίσκει τον κόσμο να επαναλαμβάνει μηχανικά τους στίχους, καθώς ξεπροβάλλει το επίσης ευρέως γνωστό Between Angels and Insects και το γκρουβάτο Renegade Music.
Εκστατικά riff-άκια με την κιθάρα και το μπάσο να απογυμνώνονται μπροστά μας, ογκώδη και πληθωρικά τύμπανα και το γνώριμο, αυθεντικό ραπάρισμα στη φωνή του Shaddix, ένας συγκερασμός ικανός να κερδίσει ακόμη και τον πιο ουδέτερο ακροατή. Μετά το πέρασμα του Renegade, ακολουθούν τo Βroken Home και το ανεβαστικό Elevate που γίνεται υπεύθυνο για ένα δεύτερο κύμα χορού και sing along.
Οι Roach μας μεταφέρουν σχεδόν αναποφεύκτα δύο δεκαετίες πίσω, στην ακμάζουσα εποχή τους, με το Scars να παίρνει σάρκα και οστά στη σκηνή, ενώ παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου να φωνάζουν δυνατά. Αισθάνομαι τον έφηβο εαυτό μου να μου χτυπά την πόρτα και να επιζητά να κατακτήσει και πάλι την πρώτη θέση στην ψυχή μου. Δε θα μπορούσε να εκλείπει και η πιο συγκινητική πλευρά που μας μεταδόθηκε μέσα από το Falling Apart, σε μια ακουστική εκτέλεση και κάπου εκεί στη μέση της εμφάνισής τους, η ψυχή του συγκροτήματος, ο Jacoby μας υπενθυμίζει πως είναι καλό να είμαστε “τρελοί” και τους “τρελούς”, πρέπει να τους αγαπάμε και να τους κρατάμε κοντά μας.
Όταν ήρθε η στιγμή της αναδίπλωσης του “Getting Away With Murder”, το venue σε απόλυτη σύμπνοια έκανε το κομμάτι δικό του, ενώ σε εκείνο το σημείο, μια αναπάντεχη εξέλιξη με ενα εξαιρετικά αποδομένο cover του Firestarter των Prodigy, αφιερωμένο στον Keith Flint, μας βρίσκει να χορεύουμε τελετουργικά και να σκύβουμε όλοι μαζί χαμηλά πριν το τελευταίο ρεφρέν μας ανασηκώσει και πάλι απότομα. Οι Papa Roach, δεν μας αφήνουν να τους “αφήσουμε”, το εκρηκτικό performance τους επικαλύπτει την παικτική τους αρτιότητα και παρόλο που η φωνή του Shaddix δεν αντιπροσωπεύει ενδεχομένως εκείνες τις καλλιτεχνικές φωνές που θεωρείς ασύγκριτες και μένουν χαραγμένες στο νου σου, ο ίδιος σαν performer μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί μοναδικός στο είδος του. Το encore διαμορφώνεται μέσα από μια ανάμειξη των Who Do You Trust, Last Resort και Born For Greatness, χωρίς να μας επιτρέπει να πάρουμε ανάσα και προωθώντας μας την ύψιστη ψυχική ευφορία και τρέλα που οι ίδιοι νιώθουν σαν ένα δυνατό “χαστούκι” στο πρόσωπο.
Φτάνοντας σιγά σιγά στο τέλος, οι ίδιοι μας αποχαιρετούν γλυκά, δίνοντας μας την υπόσχεση πως θα επιστρέψουν και πως ευτυχώς ναι, δε θα περιμένουμε άλλα είκοσι χρόνια για να τους ξαναδούμε.
Η συναυλία αυτή μπορεί να θεωρηθεί χωρίς δεύτερη σκέψη πρότυπο ενός σύγχρονου, αντιπροσωπευτικού μουσικού show και είμαι βέβαιη πως όσοι βρεθήκατε εκεί μαζί μου, θα κάνετε καιρό να βιώσετε ξανά κάτι αντίστοιχο.