Αισίως στον τρίτο του ολοκληρωμένο σόλο δίσκο έφτασε ο μουσικοσυνθέτης Πάνος Μπίρμπας. Έχοντας ενθουσιαστεί με το “Dandelion”, ο Γιώργος Χούλλης κουβεντιάζει με τον δημιουργό του με αφορμή τον δίσκο, αλλά και όλα όσα τον αφορούν.
Φωτογραφία: Χριστίνα Δενδρινού
Ας ξεκινήσουμε με τη δημιουργία του “Dandelion”, που από ό,τι ξέρω έγινε μέσα στην καραντίνα. Πόσο μεγάλο αντίκτυπο είχε όλο αυτό το ζοφερό σκηνικό σε εσένα ως καλλιτέχνη, αλλά και ως άνθρωπο;
Τα χρόνια που πέρασαν ήταν πολύ πυκνά, βαριά και δύσκολα. Η πανδημία μας στοίχειωσε και μας μόνωσε πολύ κοινωνικά, και όχι μόνο. Ένα ακόμα τεράστιο άγχος ήρθε να προστεθεί στον ήδη εύθραυστο και φθαρμένο εαυτό μας. Ένας φόβος που σχετιζόταν άμεσα με την υγεία μας, σωματική και ψυχική, με τις ανθρώπινες σχέσεις, με την ανησυχία για τα οικονομικά, τα εργασιακά όλων των ανθρώπων. Μέσα σε αυτήν την τόσο πρωτόγνωρη κατάσταση, ένα πράγμα για το οποίο είμαι χαρούμενος είναι το ότι δεν σταμάτησα να ασχολούμαι και να γράφω μουσική. Για την ακρίβεια ένα αρκετά σημαντικό κομμάτι του “Dandelion” είναι μουσικές που έχω γράψει κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αισθάνομαι πραγματικά πολύ τυχερός που μέσα σε αυτή τη χρονική περίοδο, που και για μένα ήταν μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής μου, η μουσική υπήρξε εκεί για εμένα, και λειτούργησε ως καθαρτήριο.
Ήταν μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία, λοιπόν, η δημιουργία του;
Πάντοτε η μουσική είναι μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία, είναι νομίζω και ο λόγος που συνεχίζουμε να κάνουμε μουσική μέσα σε όλα τα δύσκολα.
Όπως γίνεται αντίληπτό κατά τη διάρκεια της ακρόασης, και όπως αναφέρει το δελτίο τύπου, στο “Dandelion” προσπάθησες να ακουστείς πιο ξεκάθαρος σε σχέση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες σου. Νιώθεις πως σε αυτό το ύφος θα συνεχίσεις απο εδώ και πέρα, ή αυτό ήταν συγκυριακό;
Ακούγοντας το “Dandelion” αισθάνομαι τη χαρά της ελεύθερης αποτύπωσης των μουσικών ιδεών, αλλά και ολόκληρου του συναισθήματος που είχα εξ’αρχής για τα τραγούδια, στο τελικό αποτέλεσμα που αποτυπώθηκε στο δίσκο. Ναι, αισθάνομαι πως κατάφερα βήμα-βήμα να απελευθερώνομαι ως προς την δημιουργία, αλλά και ως προς την τελική έκφραση των τραγουδιών μου. Αυτό είναι κάτι το οποίο θα διατηρήσω μέσα μου σίγουρα για πάντα.
Ο δίσκος έχει έντονο μέσα του έναν αέρα soundtrack. Έγινε επίτηδες, ή απλά έτυχε;
Δεν έγινε επίτηδες, αλλά καθαρά από τις μουσικές επιρροές και τη διαδικασία κατά την οποία βρίσκομαι σήμερα, καθώς γράφω και μουσική για μια αγγλική παραγωγή. Όλα όμως καθορίστηκαν κυρίως από την αγάπη μου εν γένει για τη μουσική, για τον κινηματογράφο των 60’s, αλλά και από όλες εκείνες τις μουσικές τις οποίες αγαπώ και είναι βαθιά χαραγμένες μέσα μου.
Δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του δίσκου υπάρχει κάτι που θα άλλαζες, ή όλα έγιναν όπως τα ήθελες;
Για πρώτη φορά στη ζωή μου, απολύτως τίποτα. Νιώθω πολύ γεμάτος, κυρίως γιατί δημιουργήθηκε με πολλή αγάπη και ειλικρίνεια.
Οι καλλιτέχνες που επηρέασαν τον δίσκο και εσένα γενικότερα είναι γνωστοί εδώ, ωστόσο αυτός που νομίζω οτι κάνει πιο αισθητή την παρουσία του είναι ο Leonard Cohen. Και δράττομαι της ευκαιρίας να σε ρωτήσω, πότε ήρθες πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική του;
Πρέπει να ήμουν 12-13 χρόνων όταν άκουσα το “Songs of Love and Hate” από ένα βινύλιο στο σπίτι. Ο δίσκος που με έβαλε στον κόσμο του Cohen. Τραγούδια έρωτα και μίσους, βουτηγμένα στο σκοτάδι αργά το βράδυ, και μια αστική βουή να σε βασανίζει. Η βραχνή φωνή του Leonard να τραγουδάει στον εραστή της γυναίκας του. Όσο ακόμη αναπνέεις, τίποτα δεν τελειώνει. Επηρεάστηκα για πάντα. Κατάλαβα τι σημαίνει τραγουδοποιία.
Ως γνωστόν, εκτός από τη σόλο δουλειά σου είσαι και μέλος των Dustbowl. Ποιες είναι οι βασικότερες διαφορές αυτών των 2 κόσμων, κατά τη γνώμη σου;
H βασική διαφορά είναι πως όταν είσαι μέλος μιας μπάντας η ευθύνη δεν είναι μόνο πάνω σου. Ο καθένας φέρνει ιδέες πάνω στις οποίες εξελίσσεται το σύνολο της μπάντας, και βάζει το δικό του input σε αυτό. Όταν είσαι μόνος, σίγουρα τα πράγματα είναι πιο πιεστικά, καθώς καλείσαι να καταγράψεις το δικό σου υλικό, το οποίο περνά μέσα από πολλά προσωπικά και συναισθηματικά φίλτρα. Πρακτικά, επίσης, πρέπει να μπορείς να λύσεις όλα τα προβλήματα μόνος, να μπορείς να χρηματοδοτείς τα πάντα, να κάνεις τη σωστή επιλογή συνεργατών, οι οποίοι θα καταφέρουν να δεθούν όσο περισσότερο γίνεται με το δικό σου προσωπικό πόνημα. Σε αυτό αισθάνομαι τυχερός, γιατί έχω πολύ καλούς συνεργάτες και φίλους με τους οποίους δουλεύω στο προσωπικό μου project.
Υπάρχει περίπτωση να δούμε στο άμεσο μέλλον νέο υλικό από Dustbowl;
Και βέβαια! Αυτή την εποχή δουλεύουμε νέο υλικό με τους Dustbowl, το οποίο μάλιστα το θεωρώ και πολύ καλό. Σύντομα, νομίζω, θα έχουμε τα νέα τραγούδια έτοιμα.
Ποια είναι τα ακούσματα σου αυτόν τον καιρό;
Ακούω πάρα πολύ μουσική γενικώς. Ακούω πάντα πολλά 60’s – 70’s κομμάτια που αγαπώ, αλλά ακούω και πολύ world music, ισπανόφωνα, λατινικά μέχρι και αφρικάνικα. Γενικά ακούω συνεχώς νέα πράγματα.
Όπως γνωρίζουμε όσοι σε ξέρουμε προσωπικά, εργάζεσαι ως κοινωνικός λειτουργός. Είναι προφανές πως αυτή η δουλειά σε επηρεάζει να γράφεις στίχους, σωστά;
Όπως και η μουσική, και αυτή η δουλειά με τράβηξε κοντά της. Έδωσα πανελλαδικές μόνο για να μπω σε αυτή τη σχολή και να ασχοληθώ με τις κοινωνικές ομάδες που με ενδιέφεραν, και που ασχολούμουν ούτως ή άλλως και πριν την σχολή. Ναι, δουλεύω με πρόσφυγες σε ό,τι έχει να κάνει με την ένταξη τους στην ελληνική πραγματικότητα. Έχω γνωρίσει σπουδαίους ανθρώπους σε αυτή τη δουλειά, ανθρώπους που όχι μόνο έμπνευση σου δίνουν οι ιστορίες τους, αλλά αποτελούν πραγματικά εμπειρίες που σου αλλάζουν τη ζωή.
Στον δίσκο συμμετέχουν 3 γυναικείες φωνές. Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για την καθεμία ξεχωριστά, αλλά και για το πόσο συνέβαλε η καθεμία στο τραγούδι όπου συμμετείχε;
Κατ’αρχάς πάντοτε μου άρεσε γυναικείες φωνές να συνδυάζονται με τη δική μου. Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου τραγουδιστή με την κλασική έννοια της λέξης. Θεωρώ ότι αυτές οι κυρίες που προανέφερες, συνέβαλαν καθοριστικά στην ολοκλήρωση των συγκεκριμένων ντουέτων, η κάθε μία είναι ξεχωριστή με το δικό της προσωπικό ύφος. Η Rosey Βlue είναι μια εξαιρετική καλλιτέχνης, η οποία μάλιστα έβγαλε και ένα καταπληκτικό album, το “Swans”, αλλά είναι και αγαπημένη φίλη εδώ και πολλά χρόνια. Η Λόλα Γιαννοπούλου είναι μία από τις καλύτερες ελληνίδες τραγουδίστριες, που σφραγίζει με τις ερμηνείες της κάθε τραγούδι στο οποίο συμμετέχει, και η Etten είναι μία εμβληματική τραγουδίστρια, με εξαιρετικές στιγμές στην καριέρα της (Film, The Vaxtones κ.α.) Τις ευχαριστώ θερμά για τις σύμπραξεις τους.
Τον περασμένο Δεκέμβρη παρουσίασες το “Dandelion” στο Gazarte. Τι ήταν αυτό που σου έμεινε περισσότερο απο εκείνο το βράδυ;
Ήταν μια υπέροχη βραδιά, στην οποία παίξαμε με την αγαπημένη μου μπάντα όλο το υλικό από το νέο αλμπουμ, αλλά και παλαιότερα τραγούδια. Ένας υπέροχος κόσμος μας αγκάλιασε και μας συγκίνησε με την παρουσία του σε αυτήν την πρώτη παρουσίαση του “Dandelion”.
Είχα καιρό να παίξω ένα μεγάλο προσωπικό live, και είχα ξεχάσει τη διάδραση με την μπάντα, αλλά και με τους ανθρώπους που βρέθηκαμε μαζί σε αυτή τη στιγμή. Υπήρξε μια καταπληκτική χημεία με το κοινό.
Και μια ερώτηση για το τέλος. Με ποιον αγαπημένο εν ζωή μουσικό θα ήθελες να μοιραζόσουν τη σκηνή, ή το studio, και γιατί;
Mε τον Tom Waits και τον Marc Ribot σε μια συναυλία τους, να τους βλέπω να ιδρώνουν παίζοντας αυτές τις τρομερές παράδοξες δομές και λούπες του “Rain Dogs” ή του “Real Gone”. Θα ήθελα μια θέση ευθύνης, όπως να κουβαλάω τα παπούτσια τους, ή να σιδερώνω τα κοστούμια τους, που συνήθως είναι ασιδέρωτα.