Δεν ξέρω πόσοι από εσάς, αγαπητοί αναγνώστες, έχετε παρακολουθήσει το αριστούργημα του σκωπτικού, χονδροειδούς χιούμορ με τίτλο “Τhe Pick of Destiny”, κατά το οποίο σε κάποια σκηνή ο παρουσιαστής Tom F. Tompkins προλογίζει τους ασύδοτους Tenacious D με τα εξής λόγια: “I FUCKING LOVE THIS BAND …THEY ARE THE BEST BAND EVER …PERIOD…”.
Αυτό ακριβώς συνέβη και σε εμένα όταν άκουσα τις πρώτες νότες του – επί μακρόν – αναμενόμενου νέου δίσκου των Pale Oaks, πράγμα που μου συμβαίνει όλο και πιο αραιά τα τελευταία χρόνια.
Οι PO είναι η μπάντα που προήλθε από τη διάλυση των εναλλακτικών rock ηρώων Satelights, που με τη σειρά τους προήλθαν από τη διάλυση των Coastline Observatory και For What It’s Worth. Στις τάξεις της μπάντας, πέραν του ιθύνοντα νου Άκη Βογιατζή (φωνή κιθάρα), ανήκουν ο Θοδωρής Βρανάς (πρώην drummer των πρωτοπόρων για το ελληνικό έδαφος No Balance), ο Γιάννης Λέφας (κιθάρα, φωνητικά/Theodore, Xoan, Grace, Chasing Suns) και ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος (μπάσο φωνητικά/we.own.the sky, Theodore).
Έχοντας ένα EP στο ενεργητικό τους (“I’ve Been Better”, 2017) και κάποια singles από τον νέο δίσκο τους, που λειτούργησαν σαν σταγονόμετρο για τα χρόνια της αφάνειας τους, έριξαν σαν υδρογονοβόμβα τον νέο τους δίσκο στις αρχές Δεκεμβρίου του τρέχοντος. Στα μάτια πολλών, οι PO αποτελούν τη σωτηρία του εγχώριου και – πάντα παραγκωνισμένου – εναλλακτικού rock, ως συνέχεια των Fingerscrossed (με τους οποίους οι Satelights είχαν κοινό μέλος τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο), τους No Balance προφανώς, τους Modrec, τους One Leg Mary, τους Intwoscars, και ακόμα και τους Raining Pleasure. Το ερώτημα είναι τί αντιστοιχεί στον παρεξηγημένο χαρακτηρισμό εναλλακτικό rock. Οι PO είναι πραγματικά η επιτομή αυτού, καθώς ρίχνουν στο μπλέντερ τον αμιγώς κιθαριστικό ήχο των Thrice, Hundred Reasons, και άλλων post-hardcore ηρώων, και των Foo Fighters, και τον συνδυάζουν με τα μινιμαλιστικά 80’s synth pop ηχοτοπία καλλιτεχνών όπως ο Μ83, ο Perturbator (χωρίς ανθρακικό), η Fever Ray και ακόμα οι U2, οι Deftones, o Brian Eno, οι Genesis και ο Phil Collins.
Ήδη με τα εναρκτήρια synth του “Muddy Waters”, διαπιστώνει κανείς ότι κάτι πολύ μοναδικό πρόκειται να επακολουθήσει, και έτσι ξεκινάει ένας άκρως χορευτικός, νεοκυματικός ρυθμός να δίνει την απαραίτητη σπρωξιά προς ένα σύντομο μεν, συμπυκνωμένο δε, ταξίδι στον κόσμο των PO. H παραγωγή του Άλεξ Κετετζιάν είναι άψογη, τραβώντας στα άκρα το πάντρεμα των ήχων που ξεκίνησαν από το τελευταίο τους EP, αλλού δίνοντας του περισσότερο αέρα στις κιθάρες, όπως στα “Common Sense” και “Circles” που ακολουθoύν, αλλά μην αφήνοντας την ευκαιρία να γράψουν ένα ακόμη φανταστικό pop refrain και μια κολλητική μελωδιούλα.
Αλλού φέρνουν, έστω και ανεπάισθητα, τα σκοτεινά βαλς των Deftones της περιόδου του πιο πρόσφατου “Ohms”, χωρίς, προφανώς, την προσθήκη του metal καταλύτη. Εξάλλου, η ενορχήστρωση, η θεματολογία, και η χαρακτηριστική φωνή του Βογιατζή διαχέουν τα πάντα με έναν νωχελικό ερωτισμό, παρόμοιο με αυτόν των Deftones. H φωνή του frontman, ωστόσο, ακούγεται ασταμάτητη, φτύνοντας με τσαμπουκά και άπειρο συναίσθημα, στίχους όπως: “Crush me with your embrace …oh, what a let down”, και η βραχνή χροιά της παραπέμπει σε έναν post-hardcore Bryan Adams και Phil Collins, που σου δίνει την εντύπωση ότι θα σπάσει στις ψηλές νότες, πράγμα που δεν συμβαίνει ποτέ. Σοκαριστικό είναι ακόμα και το ambient ιντερλούδιο που ακολουθεί, και βάζει τον ακροατή σε διάθεση να ξαναδεί τις τελευταίες σεζόν του “Stranger Things”, για να ξαναμπεί στο γκαζωμένο “Wonder”. Πραγματικά, οι στιγμές που αγγίζουν την τελειότητα δεν σταματάνε καθ’όλα τα 37 λεπτά και 41 δευτερόλεπτα του δίσκου, ώσπου η χαριστική βολή δίνεται αρχικά με το απίστευτα ερωτικό και άκρατα χορευτικό “Call You Up”, το μεγαλύτερο χιτ του δίσκου κατ’εμέ, και κατόπιν με το – κατά το ήμισυ – ambient κιθαριστικό αλά U2 παιχνίδισμα, που εξαγνίζει τελειωτικά τον ακροατή με παφλασμούς κυμάτων (μάλλον).
Οι PO, και πόσο μάλλον το “Falter”, με εισήγαγαν σε νέους κόσμους, και ειλικρινά μου έδωσαν ελπίδα για πολλά πράγματα σε μια αρνητικά φορτισμένη εποχή, κυρίως για τη σύγχρονη μουσική. Και αν αυτός δεν είναι ο δίσκος της χρονιάς, εγώ προσωπικά δεν ξέρω ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι. Βουτήξτε άφοβα και με κλειστά μάτια.