Θα ξεκινήσω την ανταπόκριση αναθεματίζοντας, ανάθεμα την έμπνευση που είχαμε με τον Σπύρο να πάμε στο Γκάζι Παρασκευή απόγευμα με αυτοκίνητο. Αν, λοιπόν, δεν το παίρναμε απόφαση ότι θα παρκάρουμε σε parking, γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση, ίσως αυτήν τη στιγμή, το παρακάτω κείμενο να το έγραφα από τα στενά της συγκεκριμένης περιοχής, ενόσω θα ψάχναμε ακόμα για θέση. Αφού ξεπεράσαμε αυτήν τη λούπα του χωροχρονικού συνεχούς, στην οποία είχαμε υπεισέλθει, καταφέραμε να φτάσουμε στο Temple.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Σπύρος Ανδρομανέσκος, Πέτρος Πεταλάς (περισσότερες εδώ)
Όλη αυτή η περιπέτεια ήταν αρκετή να μας στερήσει το μεγαλύτερο κομμάτι της εμφάνισης των πρωτοεμφανιζόμενων Evil Within. Ακόμα κι έτσι, ακούγοντας μόνο ένα κομμάτι, έβγαλα ένα συμπέρασμα: δεν πρόκειται για την κλασσική female fronted band, σαν αυτές που βγαίνουν από κάποια φάμπρικα παραγωγής μπαντών, αλλά για ένα συγκρότημα με αρκετά καλά στοιχεία, όπως η φωνή της τραγουδίστριας και ο τρόπος, που «μπλέκεται» με τα brutal φωνητικά. Οπωσδήποτε ένα κομμάτι δεν είναι επαρκές δείγμα για συμπεράσματα, σίγουρα, όμως, θέλω να το ξαναδώ.
Πάμε τώρα στη δεύτερη μπάντα και πρώτη που παρακολούθησα εγώ, τους Σλοβάκους Anthology. Αναμφίβολα είναι το πρώτο σλοβάκικο σχήμα, που παρακολουθώ ζωντανά, από ‘κει και πέρα δεν μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα, αλλά ούτε ότι απογοητεύτηκα. Πρόκειται για μία female fronted band και περιλαμβάνει όλα τα κλισέ, που μπορεί να φανταστεί κάποιος. Σκηνικά ήταν αρκετά καλοί, με διάθεση και ενέργεια, η τραγουδίστρια πέραν από εξαιρετική παρουσία on stage, έχει και πολύ καλή φωνή και παρά το γεγονός ότι ήταν σχετικά άγνωστοι στο κοινό, νομίζω ότι κέρδισαν θετικές εντυπώσεις και γιατί όχι και κάποιους fans.
Επόμενοι ήταν οι συμπατριώτες μας, Caelestia. Τη συγκεκριμένη μπάντα την έχω παρακολουθήσει ζωντανά αρκετές φόρες και έχει μία ανεξήγητη ιδιαιτερότητα, πάντα καταφέρνει να μου αφήνει την αίσθηση πως κάτι της λείπει. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με την σειρά. Extreme symphonic metallers, που έρχονται με σερί καλών κυκλοφοριών και έχουν μπροστά και μία ευρωπαϊκή περιοδεία, βγήκαν στην σκηνή λίγο μετά τις 22:30. Στο πρώτο κομμάτι, λοιπόν, είχαν πάλι κάποιο θεματάκι με τον ήχο τους, που κάπως σωζόταν λόγω του μπάσου, ενώ από το δεύτερο τραγούδι και μετά υπήρξε σαφής βελτίωση. Αναμφίβολα ξεχώριζαν, σε όλη την διάρκεια του set τους, το rhythm section, μπάσο και τύμπανα δηλαδή, με τα brutal φωνητικά να έχουν κάποιες πραγματικά τρομερές στιγμές. Πάμε, όμως και στα γυναικεία. Ενώ είναι ξεκάθαρο πως η τραγουδίστρια των Caelestia έχει δουλέψει την φωνή της, πράγμα που θεωρώ εξόχως σημαντικό, για κάποιο λόγο ήταν πολύ χαμηλά ως προς την ένταση. Αν αυτό αποτελεί επιλογή τους, είναι ξεκάθαρα μία λάθος επιλογή. Αν πάλι ήταν θέμα ηχολήπτη, να πάρουν δικό τους για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο.
Κάτι άλλο, που δεν γίνεται να προσπεράσω, είναι το ατυχέστατο σχόλιο για το “Codex”. Οι Caelestia, λοιπόν, αν κατάλαβα καλά το story, είχαν γράψει πριν πολύ καιρό ένα κομμάτι με την ονομασία “Codex Giga”, που όμως κυκλοφόρησε μετά το “Codex Omega” των SepticFlesh. Ανεξάρτητα ποιος το έγραψε πρώτος, γιατί δεν μπορεί κανείς να ξέρει από πότε οι SepticFlesh το είχαν στο μυαλό τους, είναι τέτοιο το μέγεθός τους, που κάθε λέξη που χρησιμοποιούν, την οικειοποιούνται, την κάνουν δική τους, κτήμα τους. Το να το λες, λοιπόν, και να το ξαναλές – γιατί συνέβη δις – δε βοηθάει, ειδικά όταν παίζεις ακραίο συμφωνικό metal, όπως εκείνοι, γιατί τότε μοιραία βάζεις τον εαυτό σου σε διαδικασία σύγκρισης μαζί τους, μία σύγκριση που όχι μόνο για τους Caelestia, αλλά για οποιαδήποτε μπάντα του πλανήτη σε αυτό το ύφος, είναι επιπέδου Δαυίδ και Γολιάθ. Κλείνοντας, να προσθέσω ότι ήταν λάθος η επιλογή τους σκηνικά να φορέσουν κουστούμια, αφού δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα και για τον έτερο κιθαρίστα, καθώς έδειχνε παράταιρος από την αρχή μέχρι το τέλος του live. Και μιας και μιλάμε για σκηνική παρουσία, καλό θα ήταν τα υπόλοιπα μέλη να παραδειγματιστούν από την ενέργεια (μία άλλη λέξη θα ήθελα να χρησιμοποιήσω), που βγάζει επί σκηνής, γιατί μόνο σε καλό θα τους βγει.
Η βραδιά έκλεισε με την εμφάνιση – οδοστρωτήρα των NIGHTRAGE. Πριν πάω στα της μπάντας, να πω ότι η προσέλευση του κόσμου με απογοήτευσε. Θα ‘μασταν, δεν θα ‘μασταν 80 – 100 άτομα. Ως λάτρης του μελωδικού death metal, έχω δει πολλές μπάντες του είδους επί σκηνής και οι συγκεκριμένοι κύριοι, βάζουν κάτω πολλές από αυτές. Πραγματικά από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις. Από τον Ronnie Nyman, που η σκηνή του Temple φάνταζε μικροσκοπική μπροστά την ορμή του, τον Βενεζουελάνο μπασίστα, Francisco Escalona, ο οποίος αν και βλοσυρός στην όψη, σε όλη τη διάρκεια του show δεν σταμάτησε να κοπανιέται; Από κοντά τους, βέβαια, και ο Dino George Stamoglou στα τύμπανα, όσο και ο έτερος κιθαρίστας, Magnus Söderman.
Αν νομίζατε ότι ξέχασα τον Μάριο Ηλιόπουλο, προφανώς και δεν το έκανα. Λίγα μπορώ να πω για να περιγράψω επαρκώς την ικανότητα και το ταλέντο, ενός από τους στυλοβάτες της σκηνής μας. Ας πούμε πρώτα για την οργανοπαιχτική του ικανότητα. Αρχικά η άνεση, με την οποία παίζει κιθάρα, θυμίζει κάποιον «έντεχνο» κιθαρίστα – ξέρετε από αυτούς που παίζουν δύο ακόρντα όλο το βράδυ – παίζοντας όμως σαφώς πιο εξεζητημένα πράγματα. Ο ήχος του δε, κρυστάλλινος, καταλάβαινες κάθε νότα, όσο γρήγορα και αν αυτή παιζόταν, πράγμα, βέβαια, που ισχύει για τον συνολικό ήχο της μπάντας.
Παρότι, όπως είπα, η προσέλευση του κόσμου δεν ήταν αυτή που έπρεπε, όσοι βρεθήκαμε στο Temple τη βροχερή εκείνη Παρασκευή, περάσαμε σίγουρα υπέροχα, όχι μόνο λόγω των Nightrage, όπου το συναυλιακό ξύλο ήταν ασταμάτητο, αλλά για τον σύνολο των μπαντών. Οπότε τέτοια festivals σαν το Rise of Decay, καλό είναι γίνονται, αλλά ακόμα καλύτερο είναι και να στηρίζονται.