H φάση της Παρασκευής, είναι στους Night Beats. Φτάνοντας στο Temple, κάνα δεκάλεπτο νωρίτερα από το ανακοινωθέν σχετικά με την έναρξη του live, αντικρίζω αρκετό κόσμο hanging around τριγύρω από την είσοδο, χαροποιό γεγονός συγκριτικά (δύο τα support band). Μπαίνοντας στο χώρο, το ίδιο σκηνικό, κι ας είναι νωρίς. Ωραία η εικόνα.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Χριστίνα Θάλεια Παππά (πλήρες photo report εδώ)
Τέσσερις οι παίκτες που εμφανίζονται ως ΗΞΧ. Δύο στις κιθάρες, ο ένας εκ των οποίων και ο κύριος στα φωνητικά. Τραβήγματα σε garage ακούω, punk-rock οι επιρροές, που δένουν και δεν δένουν, σε μία περισσότερο pop, φωνή και αντίληψη. Καλά παίζουν, δεν μπορώ να πω, χορευτικά κουνήματα στα γενικά προκαλούν, μα δεν έχουν καινούριο υλικό να μας τρατάρουν. Νεανική δηλαδή η μουσική τους προσέγγιση… Πιο παιχνιδιάρης απ’ όλους, κρίθηκε ο μπασίστας, όπου όταν πήρε και το μεγαλύτερο μέρος των φωνητικών, ο ήχος απέκτησε μία τουλάχιστον πιο ακριβή, ώριμη και ενδιαφέρουσα χροιά.
Η καλύτερη τους στιγμή, αυτή που ανέβηκε ο Τσιώβης (το λέω σωστά;) μορφή, από τους Nerrves στη σκηνή μαζί τους, να φέρει το αλήτικο -Αγγλικό κυρίως- προφίλ που χρειάζονται, μολονότι το είδος τους, κοιτάει προς την Αμερική. Τα πλήκτρα και τα distortions που ενέταξε επίσης, στα σχεδόν απαραίτητα. Επειδή έκανα ένα check όμως και στο youtube, πριν γράψω όλα τα παραπάνω και επειδή θέλω να είμαι δίκαιη, να επισημάνω πως η live απόδοση, ήταν ανώτερης ακουστικής και ποιότητας. Γι’ αυτό θα πω ένα μπράβo.
Πολύ σύντομα, οι πέντε Nerrves, με το κοφτό και πονεμένο punk που ξεκινούν, τσακώνουν περισσότερο την προσοχή. Καλοί παίκτες, α λα Hawkwind η ψυχεδέλεια που χρησιμοποιούν, συν αυτά που λέγαμε πριν, δυνατότερη η φωνή, πλήκτρα και παραμορφώσεις. Στο ίδιο mood κυλάει η κατάσταση, με άφθονη ενέργεια, σπαστικά τα σπάνε. Μονότονα, αλλά ζωντανά. Κάπου κάπου, γίνονται κοιλίτσες (αλίμονο), αλλά το ξαναισορροπούν.
Ο κιθαρίστας με την Ασιατική του φιγούρα, απαλύνει λίγο τις εντάσεις με ένα σχετικά, πιο αργό κομμάτι, μέχρι να το επαναφέρει στους γρήγορους ρυθμούς που κινούνται γενικά, ώστε να τους συνεχίσουν στα επόμενά τους. Στο φινάλε, μας αφήνουν να χειροκροτάμε, την trance-punk συνθήκη που μας επιφύλαξαν. Καλή συνέχεια λοιπόν.
“Never Look Back”, η αρχή των Night Beats. Από το μαύρο καπέλο μέχρι το πράσινο πουκάμισο και το κόκκινο σακάκι, προσωπικότητα grande ο Danny Lee Blackwell, καθαρή, γνήσια. Από την scratch-αριστή, blues-psych, γεμάτη groove, κιθαριστική του απόδοση μέχρι το βλέμμα και τις μετρημένες κινήσεις του. Από τη σπουδαία άνεση που βγάζει η ιδιαίτερη φωνή του, όργανο vintage εκ φυσικού της, στο κατ’ επέκταση, συναίσθημα που εκφράζει. Γεννημένος στο Texas και μεταφερόμενος στο Seattle, η σχέση παίρνει σχήμα, μοναδικά ασύλληπτο, ερωτεύσιμο, μεθυστικό, glamorous και καπνισμένο.
“Right/Wrong”. Η αισθητική του ήχου, στην πράξη και στο σύνολο που βγαίνει από τους τρεις τους στη σκηνή, έχει όγκο, βάρος, έμπνευση, μουσική μελέτη και παιδεία. Στο μπάσο επιδεικνύεται ο παλμός, όταν τα τύμπανα κρατούν το ρυθμό. Κόκκινες δέσμες φωτός προλογίζουν το “Νew Day”, το αγαπώ αλλά είναι κομματάκι δύσκολο για τις live εκτελέσεις. Το “New World” από την άλλη, σολάρει και με μεγάλη βρωμιά, ανταποδίδει. Ένα ζεστό fuzz κλίμα γεννιέται, σε μία “pushin’ too hard” ιστορία και πραγματικότητα. Κάπου ενδιάμεσα, το “That’s All You Got” με το βαθιά υψηλό του γρέζι, αγκαλιάζει με ευχές για φως. Χρώματα αναδύονται μέσα από τη σφοδρή, underground παρουσία τους.
Πρώτο τύπου encore, το “Puppet On A String”, μας πιάνει απροετοίμαστους, με ανοιχτό το στόμα και σχεδόν άφωνους, είναι εκπληκτικοί. Ούτε μία ώρα δεν έχουν on stage και δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε. Κι όμως, το δεύτερο και τελευταίο encore, περιλαμβάνει τον Danny Lee Blackwell, να μας καληνυχτίζει με το τραγούδι που θέλει να παίξει άλλη μία, solo. Το “That’s All You Got” έχει την τιμητική του, για την πολύτιμη ιδιότητα που λέμε ”crystal”, κρύσταλλο. Μια ώρα ακριβώς μπορεί να μην μας έφτασε, αλλά σίγουρα μας γέμισε. Το κεφάλι, την ψυχή, το όραμα, το χαμόγελο. Ό,τι πιο βασικά και αναγκαία.