Οι progsters Need επιστρέφουν με το καλύτερο album της μέχρι τώρα πορείας τους και η Αναστασία Παπαδάκη aka Νο.1 (τουλάχιστον) fan τους, δεν έχασε την ευκαιρία να μιλήσει με τον τραγουδιστή του συγκροτήματος, Jon Voyager, για λογαριασμό του Rockin’Athens. Η διαδικασία σύνθεσης, οι στίχοι, τα μελλοντικά τους σχέδια αλλά και η εγχώρια σκηνή είναι μόνο μερικά από τα ενδιαφέροντα θέματα που έπεσαν στο τραπέζι.
Γιάννη καλωσήρθες στις σελίδες του Rockin’Athens και συγχαρητήρια για το “Orvam: A Song for Home”. Γνωρίζω πως οι ηχογραφήσεις του album ξεκίνησαν αρκετό καιρό πριν ενώ η μπάντα απείχε από τα δισκογραφική δρώμενα από το 2009 και από τα συναυλιακά δρώμενα κάτι παραπάνω από έναν χρόνο. Τι συνέβη όλον αυτό το καιρό;
Καλώς σας βρήκα λοιπόν! Οι ηχογραφήσεις του “Orvam…” όντως ξεκίνησαν περίπου άνοιξη προς καλοκαίρι του 2011 και μας πήρε σχεδόν 1,5 χρόνο για να ολοκληρώσουμε όλη τη διαδικασία ηχογράφησης και μίξης. Αυτό οφείλεται σε διάφορες τεχνικές δυσκολίες που προέκυψαν στην πορεία αλλά και σε μερικές εσωτερικές διαφωνίες. Η αποχή από τα συναυλιακά δρώμενα συνέβη αφενός γιατί είχαμε αλλαγές στο line up της μπάντας με την αποχώρηση του Κώστα και του Πέτρου, αλλά και γιατί θέλαμε να δρομολογήσουμε την κυκλοφορία του δίσκου πρώτα και μετά να ξαναμπούμε σε ρυθμούς live.
Οι συνθέσεις του “Orvam: A Song for Home” δείχνουν να πηγαίνουν τη μουσική των Need ένα βήμα μπροστά. Είναι μεγαλύτερες σε διάρκεια, πιο περίπλοκες και ρέπουν περισσότερο προς το prog rock. Τι συνετέλεσε σε αυτό; Είναι θέμα νέων ακουσμάτων ή καλλιτεχνικής ωριμότητας;
Νομίζω είναι λίγο και από τα δύο. Σίγουρα μέσα στα χρόνια ωριμάζουμε σαν άνθρωποι και ακούμε συνεχώς καινούρια πράγματα αλλά νομίζω ότι το βασικό συστατικό αυτού του δίσκου είναι η δουλειά που ρίξαμε κατά τη διάρκεια της συνθετικής διαδικασίας. Ξοδέψαμε αμέτρητες ώρες σε πρόβες, δοκιμές, jams, πειραματισμό και μετά δουλειά στην προπαραγωγή ώστε να φτάσουμε στο αποτέλεσμα που θέλαμε και αυτό νομίζω, εν τέλει, αντικατοπτρίζεται σ’αυτό που ακούς.
Γνωρίζω πως βασικός συνθέτης του group είναι ο κιθαρίστας Ravaya. Ίσχυσε αυτό και για το “Orvam…”; Ποιες συνθετικές μεθόδους ακολουθήσατε για το υλικό του;
Ναι, όπως και στα προηγούμενα albums, o Ravaya είναι ο βασικός υπεύθυνος για τη μουσική. Αυτό που άλλαξε σε σχέση με τα δύο προηγούμενα είναι ότι κατά βάση δεν είχαμε ολοκληρωμένα κομμάτια αλλά τους βασικούς κορμούς των κομματιών. Πάνω σε αυτή τη λογική ο καθένας μας έβαλε τις ιδέες του, μπήκαν οι φωνητικές μελωδίες, προσθέσαμε και αφαιρέσαμε μέρη και jam-άραμε πολύ περισσότερο απ’ότι στο παρελθόν.
Το δελτίο τύπου της κυκλοφορίας αναγράφει πως το “Orvam” είναι ένας concept δίσκος. Ποιος είναι υπεύθυνος για τους στίχους του album; Πες μας δυο λόγια πάνω σε αυτό.
Το “Orvam…” δεν είναι concept με την παραδοσιακή έννοια του όρου, ότι δηλαδή έχουμε μια ιστορία την οποία διηγούμαστε κατά τη διάρκεια του album. Περισσότερο θα έλεγα ότι διέπεται από μια ενιαία θεματική και με αυτή τη σκοπιά ίσως μπορεί να λογίζεται ως concept. Τους στίχους τους έγραψα κατά βάση εγώ με μερικές εξαιρέσεις όπως η πρώτη στροφή του “Orvam” την οποία έφερε ο Ravaya και κατά μια έννοια έδωσε την γραμμή πάνω στην οποία κινήθηκα κι εγώ στιχουργικά. Και το κείμενο στο “Hotel Oniro” είναι δουλειά του Ravaya επίσης. Εν πολλοίς αυτό που πραγματεύονται οι στίχοι είναι το πως αντιλαμβάνομαι και πώς με κάνει να αισθάνομαι η κατάσταση την οποία ζούμε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, κάτι το οποίο είναι κατά ένα τρόπο παγκόσμιο φαινόμενο. Και παράλληλα το τι κάνω για να διαχειριστώ όλη αυτή την κατάσταση.
Την μίξη του album υπογράφει ο μεγάλος Neil Kernon ενώ το mastering ο Alan Douches. Τι σας οδήγησε στη συνεργασία σας με αυτούς; Η ποιότητα των δισκογραφικών κυκλοφοριών που έχουν επιμεληθεί, ή η αδυναμία ανεύρεσης εξίσου ποιοτικών λύσεων εντός συνόρων;
Το “Orvam: A Song for Home” είναι το πρώτο album στο οποίο συνεργαζόμαστε με κάποιον από το εξωτερικό για τη διαδικασια της μίξης, κάτι το οποίο ήταν μια ιδιαίτερη διαδικασία. Το όνομα του Neil Kernon τριγυρνούσε για πολύ καιρό στο κεφάλι μας μιας και οι δουλειές του με τους Nevermore κυρίως, αλλά και με τους Queensryche είναι κάτι που θαυμάζουμε ηχητικά, οπότε θεωρήσαμε ότι θα έδινε αυτό το κάτι παραπάνω στο album. Επίσης, θεωρήσαμε ότι τώρα, στο τρίτο μας album, ήταν μια καλή χρονική συγκυρία για να κάνουμε ένα τέτοιο “ανοιγμα”. Με τον Alan Douches είχαμε ξανασυνεργαστεί στο “Siamese God” και μείναμε πολύ ευχαριστημένοι οπότε ήταν προφανής επιλογή.
Τι κριτικές έχει πάρει μέχρι τώρα το νέο album; Θεωρείς πως οι κόποι τόσων ετών σιγά σιγά δικαιώνονται;
Είναι αρκετά νωρίς ακόμα, καθώς τώρα αρχίζουν να έρχονται τα πρώτα reviews, αλλά μέχρι στιγμής η ανταπόκριση είναι παραπάνω από ενθαρρυντική. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κόσμο που έχει αγοράσει το δίσκο και μας στέλνει mail, μηνύματα στο facebook, στο youtube κτλ. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι σχεδόν σε όλους σε όσους αρέσει το album “μπαίνουν” στην ατμόσφαιρα του δίσκου, το ζουν, δεν είναι ότι απλά πωρώνονται με τη μουσική ας πούμε ή κάτι τέτοιο. Το βιώνουν συνολικά, κάτι που πέρα από ευχάριστο, είναι αρκετά συγκινητικό για εμάς.
Ποια είναι τα συναυλιακά πλάνα των Need για την υποστήριξη του album; Να περιμένουμε πάλι κάποια Ευρωπαϊκή περιοδεία;
Σίγουρα θέλουμε να κάνουμε κάποια περιοδεία ή και περιοδείες για το “Orvam…”. Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από την ανταπόκριση που είχε το album όταν παίχτηκε ζωντανά στο relase party μας το Δεκέμβρη, οπότε θέλουμε να παίξουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Αυτό τον καιρό προσπαθούμε να συνδυάσουμε τα προγράμματα όλων μας ώστε να βάλουμε ένα πλάνο για το πώς και πότε θα μπορούσε γίνει κάτι τέτοιο.
Γνωρίζω πως τα περισσότερα μέλη των Need είναι επαγγελματίες μουσικοί. Πόσο εύκολο είναι αυτό σε μία χώρα που -όπως φαίνεται- δεν προάγει τον πολιτισμό;
Καθόλου εύκολο όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, και όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα πράγματα σε αυτή τη χώρα. Υποστήριξη δεν υπάρχει για κανένα λόγο σε αυτό το χώρο, ίσα ίσα που τις περισσότερες φορές ορθώνονται εμπόδια στη δουλειά μας, κυρίως γραφειοκρατικής φύσης. Παρόλ’ αυτά όπως και με όλες τις δουλειές, είναι ένας χώρος που χρειάζεται συνέπεια και τρέξιμο προκειμένου να μπορέσεις να ανταπεξέλθεις.
Τα τελευταία χρόνια η Ελληνική σκηνή έχει αρχίσει και παρουσιάζει μεγάλη άνοδο ενώ όλο και ποιοτικότερες δουλειές ξεπηδούν από το εγχώριο underground; Που πιστεύεις οτι οφείλεται αυτό; Είναι κάποιες μπάντες ή κυκλοφορίες που ξεχώρισες τα τελευταία χρόνια;
Είναι γεγονός ότι έχει ανέβει το επίπεδο σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλεται κυρίως στη διάθεση των μουσικών να ψαχτούν περισσότερο με τον εξοπλισμό τους, τον ήχο τους, την απόδοσή τους κτλ. Η τεχνογνωσία έχει ανέβει πολλά επίπεδα επίσης είτε αυτό αφορά σε μπάντες που γράφουν στο σπίτι τους αλλά και στα studio. Έχει γίνει πιο εύκολη η ενημέρωση όλων μας λόγω internet για όλα αυτά τα θέματα κι έχουμε δει και ότι κάποια πράγματα όπως το να πας να παίξεις live στο εξωτερικό ας πούμε δεν είναι πια στη σφαίρα της φαντασίας όπως παλιότερα. Εκεί που πριν 10 χρόνια υπήρχαν ας πούμε πέντε μπάντες που είχαν παίξει έξω, τώρα υπάρχουν 30. Σίγουρα είναι μεγάλο βήμα μπροστά. Υπάρχουν κάποιες μπάντες που μου αρέσουν σταθερά στο πέρασμα των χρόνων όπως οι Tardive Dyskinesia, Poem, Maplerun, Universe 217 ή πιο extreme όπως οι Inveracity, Ravencult ή οι Progress of Inhumanity. Αλλά υπάρχουν και μπάντες που έχω ακούσει πιο πρόσφατα ή είναι πιο καινούριες όπως οι SiXforNinE, όπου παίζει και ο πρώην drummer μας, ο Πέτρος, οι Press Esc, Mother Turtle και μια φοβερή post μπάντα που άκουσα τελευταία, οι we.own.the.sky. Σίγουρα είναι και πολλές ακόμα που ξεχνάω αυτή τη στιγμή.
Σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου. Τα τελευταία λόγια δικά σου.
Ευχαριστούμε για την αγάπη και την υποστήριξή σου, αλλά και του Rockin’Athens! Ελπίζω να αγγίξουμε όσο περισσότερο κόσμο μπορούμε με το “Orvam…”. Αυτά νομίζω!