Η περίπτωση της Myrkur θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει case study του μισογυνισμού στο metal. Όταν πρωτεμφανίστηκε περίπου πριν μια δεκαετία, από τη στιγμή που αποκαλύφθηκε ότι πρόκειται για το σόλο black metal project της δανεζικής καταγωγής τραγουδίστριας/τραγουδοποιού και πολυοργανίστριας Amelie Bruun, η οποία μάλιστα είχε πρότερη καριέρα σαν ηθοποιός, μοντέλο και συμμετοχή σε indie-pop σχήμα, άρχισαν τα όργανα. Με πιο επιεική μορφή τις θεωρίες συνωμοσίας ότι ήταν industry plant (γιατί φυσικά, είναι πολλά τα μπικικίνια στο black metal…), οπότε και δεν είναι αρκούντως trve για τη σκηνή. Μια σκηνή που καθόλου δεν ενοχλούνταν όταν 20 χρόνια νωρίτερα ηγετικές της μορφές είχαν υπάρξει κάτι μισάνθρωπα μίζερα ανθρωπάκια, που όταν δεν αλληλομαχαιρώνονταν ή μαχαίρωναν ομοφυλόφιλους, καίγανε εκκλησίες για να πουλήσουν μαγκιά. Να σου λοιπόν στη συνέχεια και οι απειλές για τη ζωή της, που τόλμησε, γυναίκα κιόλας, να μαγαρίσει την αυθεντικότητα της περισπούδαστης σκηνής.
Με το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ της, αλλά ακόμη περισσότερο με το σαφώς ανώτερο “M” που ακολούθησε, παρά το γεγονός ότι διαπότιζε την (οριακά, εδώ που τα λέμε) black metal της με πολλά folk στοιχεία, χρησιμοποιώντας παραδοσιακά έγχορδα και πνευστά, με συχνά καθαρά φωνητικά και αιθέριες χορωδίες πάνω από είτε επικά mid-tempo riffs, είτε καταιγιστικά blast beats, ακόμη και πιάνο στις πιο γαλήνιες στιγμές, αδιαφορώντας για τις προαναφερθείσες κατηγορίες που της επέσυραν σχετικά με τον χαρακτήρα της μουσικής της, το αποτέλεσμα υπήρξε τέτοιο ποιοτικά, που παρά την απόσταση από τις καθαρόαιμες black metal φόρμες, σταδιακά υποχώρησαν κι οι περισσότερες ενστάσεις απέναντι στο πρόσωπό της. Η συνέχεια δύο χρόνια αργότερα με το “Mareridt” βρήκε τη Bruun να απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από το black metal, καθώς, με ελάχιστες εξαιρέσεις ανάμεσα στα κομμάτια του άλμπουμ που διατηρούσαν τα όποια τέτοια στοιχεία, όπως ουρλιαχτά φωνητικά, το άλμπουμ βρισκόταν μάλλον πιο κοντά σε ύφος στην λεγόμενη apocalyptic folk, καλλιτεχνών σαν την Chelsea Wolfe, με την οποία μάλιστα συνεργαζόταν στο κομμάτι “Funeral”. Δείχνοντας ξεκάθαρα ότι πλέον κάνει πραγματικά του κεφαλιού της, το “Mareridt” το ακολούθησε στην αρχή της δεκαετίας το “Folkensange”, ένα ηχογραφημένο αποκλειστικά με παραδοσιακά όργανα, ξεκάθαρα folk πια, άλμπουμ.
Με το καινούργιο της άλμπουμ “Spine”, η Bruun φαίνεται πως συνεχίζει τη μεταμόρφωσή της από εκεί που μας είχε αφήσει με το “Mereridt”, σαν να μην συνέβη ποτέ η παρένθεση του “Folkensange”. Στο “Spine” πια, βρίσκουμε τραγούδια σαν το 00’s throwback single “Like Humans”, με ένα τόσο δραματικό και πιασάρικο ρεφρέν, που αν είχε κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή θα μπορούσε να κοντράρει στα ίσα ακόμη και τις πιο εμβληματικές επιτυχίες των Nightwish ή Evanescence για θέση στα ραδιοκύματα. Ή το noir electropop “Mothlike”, με το ebm κρεσέντο και χορευτικό beat, που το καθιστά ιδανικό για setlist κάθε club που παίζει σκοτεινή μουσική. Επόμενο highlight, και μόνο κομμάτι του άλμπουμ που τραγουδά στη μητρική της γλώσσα η Bruun, το επικό “Valkyriernes Sang”, με τα σήμα κατατεθέν της χορωδιακά και μελωδικά φωνητικά πάνω σε black metal μουσικό υπόστρωμα, ένα τραγούδι που ενσαρκώνει περισσότερο από κάθε άλλο την πεμπτουσία της μουσικής που γνωρίσαμε υπό την ταμπέλα “Myrkur”. Ακόμη και τα πιο εξεζητημένα folk στοιχεία μοιάζουν να ελαχιστοποιούνται, αφού πέρα από τα κομμάτια που πλαισιώνουν το σύνολο, μόνο στο ομότιτλο “Spine” στη μέση του άλμπουμ τα βρίσκουμε κυρίαρχα. Η Bruun μοιάζει γενικότερα εδώ επηρεασμένη από τον τρόπο που κάποια χρονική περίοδο στα νιάτα της μια ραφιναρισμένη, προσβάσιμη μορφή της metal είχε γνωρίσει τεράστια επιτυχία, και όσο κι αν η απόσταση από οποιοδήποτε trve black metal φαντάζει πλέον αστρονομική, με αυτό το άλμπουμ ανοίγονται ορίζοντες σε πολύ ευρύτερο κοινό.