Πρώτη φορά στο Arch Club Live Stage, με εντυπωσιάζει αρχικά, αρχιτεκτονικά. Μεγάλος χώρος, άνετος, προσεγμένος. Οι πληροφορίες από τον άνθρωπο που σκάλισε τους τοίχους με λογιών λογιών εσοχές, έτσι ώστε να δημιουργούν μίνι, θεατρικά σκηνικά, μας λένε πως αρχικά, υπήρξε στάβλος και κατόπιν βιοτεχνία, στη συνέχεια υπέστη διάφορες τροποποιήσεις και προσαρμογές. Σαν μουσική σκηνή πάντως, ενώ είχε πολύ καλό ήχο και ακουστική, είχε και πολύ καλό εξαερισμό. Όσο παγωμένη βραδιά ήταν στα εκτός, άλλο τόσο, ήταν σχεδόν και στα εντός.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Ελισάβετ Παπαγιαννίδη (πλήρες photo report εδώ)
Οι Marva Von Theo λοιπόν, θα ξεκινήσουν τον σχεδιασμό της ‘μορφής’ αυτής της νύχτας, με το “Forever”. Στις κονσόλες, λάπτοπ, κουμπάκια αλλά και στα πλήκτρα, εξαιρετικός ο Theo Foinidis. Τα δάχτυλά του σαλεύουν, κερνώντας το trip-άκι στη μελωδία, δημιουργεί το ηχητικό τοπίο, κατά το οποίο η Marva Voulgari, θα διαμορφώσει τις ιστορίες της. Σκοτεινές μπαλάντες, μέσα από ιδιόμορφες, ηλεκτροφόρες καταστάσεις. Ένστικτα, ανατριχίλες, ύπαρξη, ερείπια, αμφιβολίες. Έχει εκτάσεις η φωνή της, σε ύψη και τονικότητες. Όπου παίζει λυρικά, πλούσιο το vibe που μεταφέρει.
Το “Ruins” έχασε πόντους στη ζωντανή του εκτέλεση, ενώ αντίθετα το “Somewhere Safe”, κέρδισε στις διακρίσεις. Στα dots, στις συνδέσεις, στον σχηματισμό μιας μορφής/κλίμακας και στη διάλυσή της (ότι παιζόταν δηλαδή και στο videowall). “Love” και “Dissolve”, μας χορεύουν επίσης, εύκολα, electro-υποκινούμενα. Αν και οι δυο τους εμφανίστηκαν να φέρουν εις πέρας το έργο τους, μια χαρά τα κατάφεραν και σχεδόν εξίσωσαν, την απουσία από μπάσο και τύμπανα.

Η Κit Kido παν-γρήγορα, με την εντυπωσιακή παρουσία της, θα σε κολλήσει. Μία τύπα-μορφή, που δονείται και πάλλεται, όχι απλά χορεύει. Απίστευτη στην κίνηση, σαν επαγγελματίας χορεύτρια, απορροφά και επιστρέφει τα beats. Στο μουσικό σύνολο, samples και φωνή, μεταξύ Portishead και Alannah Myles, σε free style διαφοροποιείται η πρόταση. Δύσκολο το πεδίο, χορευτικό μεν και ενδιαφέρων, αλλά απαιτεί αριστοτεχνία για να ξεχωρίσεις. Σαν άκουσμα, πιο mainstream και εμπορικό, ωστόσο. Παιχνιδίζει ο ρυθμός, λειτουργεί σαν ερέθισμα, αλλά σαν δέκτης, δεν εντοπίζω αυτήν την αίσθηση, της απόλυτης παράδοσης στον ήχο. “Bonnie & Clyde” στα πιο twisted, “House Of Sand” στα πιο dark-dance-ενδόψυχά της, “Moonbeam” για τις δυνατότητες της εξέλιξης που εκπέμπει.

Με τη full band της Lia Hide, επιστρέφει η συναυλιακή υπόσταση της σκηνής. Στιβαρό το μπάσο, αποφασιστικό. Απαραίτητη η μεθοδολογία από τα τύμπανα για τη διάταξη της μουσικής οδηγίας, πειραματισμοί και υπερβολές από την συμπεριφορά της κιθάρας, τσιτώνει, ψυχεδελειάζει, πληγώνει. Τα πλήκτρα υιοθετούν τεχνοτροπίες από το πιάνο, γλυκαίνουν ή δραματοποιούν τις πράξεις, η φωνή καθορίζει το χρώμα, συνθέτει το σκεπτικό και αναλύεται στα μήκη κύματος. Παράδοξο post, με ηλεκτρισμένες, indie επιρροές. Δεμένο και συμπαγές το σχήμα. “Rembrandt” για εναρκτήριο και “Uterus Will” για την ταύτιση και μύηση.
Έρωτες, θέλω, ανάγκες, πάθη, μνήμη κοκ συναγωνίζονται το ένστικτο του θανάτου. Τα επαναλαμβανόμενα μέρη φανερώνουν την θέληση και την επιμονή της ανθρώπινης φύσης, τα τερτίπια των μουσικών οργάνων προκαλούν αγωνίες, η αρτιστική τους ματιά φλερτάρει με την θεατρικότητα. Splatches και ασπρόμαυρα αφαιρετικά μοτίβα στην οθόνη. “Johny And I”, υπέροχο σε χτύπο, φιλιά μοιράζει. “The Art Of Falling Is Hard To Master”, άρρωστο, τιθασεύει την αλήθεια του. Ισότητα, αγάπη, σεβασμός, ευημερία, δικαιοσύνη, δικαίωμα και δικαίωση στις προσλαμβάνουσες (δείτε το videoclip, αξίζει).

Το δίδυμο των Lip Forensics με τις καλωδιωμένες στολές, χαρακτηριστικό τους φετίχ, όσο και τα ρυθμικά τους patterns, μετατρέπουν το σκηνικό σε real time happening. Ποντάρουν στο φαντασιακό, μουσικό ‘σταθμό’ του μέλλοντος, με μίνιμαλ το ύφος στην house-techno, μα εμφανή την ανθρώπινη συμμετοχή. Οι φωσφοριζέ μπαγκέτες ταιριαστά, αντικρούουν τα ‘μαγειρέματα’ στα electronics, η επίδραση αντηχεί στο drum pad. H κιθάρα διαδραστικά, συνομιλεί, σαν προέκταση της μελωδικής γραμμής. Οι συνάψεις στα πλήκτρα, σαν προβολή, όσο αναφορά την αντίληψη περί μελωδικότητας. “Roschach” με τα λιγοστά φωνητικά, ένα πείραμα για την επιλογή και το φως, “Four”, ένα ταξίδι στην ελευθερία της αναγνώρισης. Slide.

Ο χρόνος έχει ξεφύγει λίγο από το πρόγραμμα, κάποιες δυσκολίες εμφανίζονται κατά το στήσιμο του ήχου της Monnodic κι έτσι κάπως, δικαιολογείται η αποχώρηση, μεγάλου μέρους από τον κόσμο. Το κρύο από τον εξαερισμό μας έχει ενοχλήσει δυστυχώς και η εναλλαγή σε club-mode, δεν μου μοιάζει πιθανή. Έτσι κάπως, έφυγα κι εγώ, πρωτύτερα της λήξης. Κάτω από όλες αυτές λοιπόν, τις αντίξοες συνθήκες, η Monnodic, παρουσίασε τον εξοπλισμό της, που της δίνει τα μέσα για τα live shows της, όπως και τη λογική της, που ευχαριστιέται τελικά περισσότερο στην techno και στα σκληρά beats, αντί της μουσικότητας. Επειδή όμως δεν κατέχω από το είδος, επιφυλάσσομαι του σχολιασμού. Για να έχεις γνώμη για κάτι, καλό είναι, να κατέχεις και τη γνώση αυτού.
