Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως οι Αμερικάνοι Monophonics, είναι από εκείνες τις περιπτώσεις συγκροτημάτων που στην Ελλάδα είναι περισσότερο γνωστοί και αγαπητοί, από κάθε άλλη χώρα. Οι mini περιοδείες τους εδώ είναι κάτι το σύνηθες, αφού ήδη από το 2012 και το breakthrough τους με τον δίσκο Ιn Your Brain, η κάθε τους επίσκεψη αφορά περισσότερες από μία εμφανίσεις. Έτσι και φέτος, και με οδηγό το πρόσφατο άλμπουμ τους Sage Motel, θα κάνουν 5 στάσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο και Πάτρα, παρέα με τον «δικό μας» ράπερ Ταφ Λάθος, ως supporting act.
Ανταπόκριση: Θανάσης Καρανίκας / Φωτογραφίες: Έλενα Θεωδοροπούλου (πλήρες photo report εδώ)
Ο Ταφ Λάθος (Παναγιώτης Κυριακού) από την άλλη, μετρά πολλά χρόνια στο «κουρμπέτι», με ένα συνεχώς αυξανόμενο hype γύρω από το όνομά του και σε μια εποχή που το είδος που εκπροσωπεί γνωρίζει πρωτοφανείς δόξες.
Λίγο μετά τις 9 λοιπόν το βράδυ της Πέμπτης, ανέβηκε τη σκηνή της Τεχνόπολης, αρχικά συνοδευόμενος από τον Dj Micro και από το τρίτο τραγούδι και ύστερα, από πέντε ακόμα μουσικούς (δύο κιθάρες, ντραμς, μπάσο, πλήκτρα). Η αλήθεια είναι πως μέχρι χθες, είχα πολύ επιφανειακή άποψη για τη μουσική του, η οποία περιοριζόταν σε κάποιες μεμονωμένες, ανά τα χρόνια, ακροάσεις κομματιών. Η 60λεπτη όμως εμφάνιση που ακολούθησε, ήταν πραγματικά αποκαλυπτική. Ένας δυναμικός performer με φοβερά vocals, εκφραστικότητα, λυρισμό, τσαγανό αλλά και ευαισθησία, που έκανε τους στίχους του και όλο αυτό που φέρει με την τέχνη του, να φαντάζουν ακόμα πιο σπουδαία στη ζωντανή τους παρουσίαση. Αλλά και κάτι πολύ βασικό. Όλα αυτά πλαισιωμένα μοναδικά από πραγματικούς μουσικούς, φαινόμενο σπάνιο για τις συναυλίες αυτού του είδους.

“Έχω”, “Μόνο με χρώμα”, “Διηγήματα χαμένης νιότης”, “Το φως που σε τρομάζει”, “Λίγα λόγια από εμάς, για εμάς”, “Παντομίμα” & “Καμία ελπίδα” είναι μερικά από τα τραγούδια που συγκράτησα και πραγματικά ανυπομονώ για την επόμενη φορά που θα τον απολαύσω ξανά, σε προσωπική του συναυλία. Το ίδιο φαντάζομαι ισχύει και για τους πολλούς οπαδούς τους, που το βράδυ της Πέμπτης τον στήριξαν ένθερμα από τις μπροστινές γραμμές. Ένα κοινό που από ότι φάνηκε τελικά, δεν απαρτιζόταν από ανθρώπους που ήρθαν αποκλειστικά για τους headliners.
Γύρω στις 22:30, τη σκυτάλη ανέλαβαν οι Monophonics ξεκινώντας με το “Sage Motel”. Συνέχισαν με ένα mix από τραγούδια των δύο τελευταίων δίσκων σε όλο πρώτο, χλιαρής αποδοχής, μισάωρο, μέχρι να έρθει το hit “Promises” να ανεβάσει τους τόνους και να αρχίσουν τα πρώτα sing-alongs. Ακολούθησαν μερικά ακόμα καινούρια τραγούδια καθώς και κάποια classics, όπως τα “Foolish Love” & “Hanging On”.
To βασικό set έκλεισε με το “Bang Bang (My Baby Shot Me Down)”, η διασκευή του οποίου ουσιαστικά τους έκανε γνωστούς στην Ελλάδα. Οι ίδιοι νιώθουν τεράστια ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, παρόλο που δε πρόκειται για δικό τους κομμάτι, κατά τα λεγόμενα του frontman. O οποίος προσέθεσε χαριτολογώντας, πως οι περισσότεροι τους λένε ότι η διασκευή τους αυτή είναι και η καλύτερη εκτέλεση που υπάρχει στο κομμάτι (κάτι στο οποίο και θα συμφωνήσω). Σημειωτέον, πως είναι ένα τραγούδι που σπάνια συμπεριλαμβάνουν σε συναυλίες τους σε άλλες χώρες, γεγονός που δείχνει το σέβονται πλήρως το εκάστοτε κοινό για το οποίο παίζουν κάθε φορά.

Δύο τραγούδια από τον προηγούμενα δίσκο τους, το “It’s only us” του 2020, αποτέλεσαν το μικρό encore, στο οποίο θα περιμέναμε τουλάχιστον ένα ακόμα κλασσικό κομμάτι τους (όπως πχ το αγαπημένο μου ”Deception”) που δεν ήρθε τελικά ποτέ.
Oι Monophonics για 1,5 περίπου ώρα, έδωσαν μια αντικειμενικά άψογη εμφάνιση. Με έναν Kelly Finnigan (frontman) ήδη μούσκεμα στον ίδρωτα από το πρώτο κιόλας κομμάτι, να δίνει όλη του την ψυχή και την ενέργεια. Μια σπουδαία φωνή, που φέρνει θύμησες από θρύλους όπως οι James Brown και Arthur Lee. Έναν Aquiles Lito Magana Jr. (lead κιθαρίστας και η πιο πρόσφατη προσθήκη στο line-up του group), που με τα ατέλειωτα σόλο του, μας άφησε όλους αποσβολωμένους. Όλοι όμως οι μουσικοί ανεξαιρέτως, δώσανε τον καλύτερο τους εαυτό, με σύμμαχο τον εξαιρετικό ήχο σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας.
Παρ’ όλα αυτά η εσωστρέφεια των δύο τελευταίων δίσκων, που απαρτίζουν το μεγαλύτερο μέρος των φετινών τους setlists, σε αντίθεση με τo groove των πρώτων albums, στερεί αρκετή από τη δυναμική των live τους, έτσι όπως τα είχαμε συνηθίσει τουλάχιστον.

Επίσης, το όλο revival του ψυχεδελικού soul ήχου που εκπροσωπούν αρκετοί καλλιτέχνες της γενιάς αυτής, μπορεί πριν από μια δεκαετία να παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον, η στασιμότητα όμως στην εξέλιξη του έχει αρχίσει να κουράζει και οι Monophonics δυστυχώς δεν αποτελούν εξαίρεση. Σίγουρα πρόκειται για μια μπάντα που απαρτίζεται από πολύ καλούς μουσικούς με ολοφάνερο το πάθος και τη συνέπεια για αυτό που κάνουν, όμως πια μας χρειάζεται να μας δώσουν κάτι περισσότερο για να ζωντανέψει ξανά αυτή η σπίθα των πρώτων συναυλιών τους στην χώρα μας, πίσω στο 2012.
Σε κάθε περίπτωση, μια ακόμα όμορφη μουσική βραδιά, που θεωρώ πως αποζημίωσε το μεγαλύτερο μέρος του κοινού που παρευρεύθη σε αυτήν. Καλό μας συναυλιακό φθινόπωρο!