Είναι σχεδόν αδύνατο να ανατρέξεις στη βιογραφία του Michael Gira χωρίς να πέσεις στις περιπέτειες που τον στιγμάτισαν στα «ατίθασα νιάτα» του. Τις «σχέσεις» που ανέπτυξε με το νόμο χάρη στις μικροκλοπές που έκανε, τη φυγή με τον πατέρα του στην Ευρώπη, για να μπει σε μια «κανονική» δουλειά και πως από εκεί το έσκασε για να βρεθεί να μπαινοβγαίνει στις φυλακές στο Ισραήλ για πωλήσεις ναρκωτικών. Την εμπειρία ενός παρά λίγο βιασμού του εκεί, τα βασανιστήρια που έβλεπε να γίνονται στους κρατούμενους για όσο έμεινε πίσω από τους φράχτες κτλ κτλ.
Ακόμα όμως, και κάποιος αποφύγει να αναζητήσει τέτοιου είδους πληροφορίες, θα βρεθεί απέναντι σε αυτές τις εικόνες, όπως τις παρουσιάζει βέβαια ο Gira, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε ολόκληρο το καλλιτεχνικό του έργο. Στη μουσική, στα γραπτά ή στους πίνακες του. Αφηγήσεις σκοτεινές και ωμές.
Σημαντικό ρόλο σε πολλές από αυτές κατέχει η σωματική / σεξουαλική κυριαρχία πάνω σε κάποιον δέσμιο. Η βία, η κακοποίηση και εξουθένωση σε σαρκικό αλλά και πνευματικό επίπεδο, ο βιασμός, ο εξευτελισμός και η ταπείνωση. Η μισανθρωπία. Ένα αέναο μαρτύριο. Μια χωρίς τέλος τιμωρία ή και αυτοτιμωρία. Και από εκεί στην ύβρη, στη μάχη με τον θεό (-πατέρα; ).
Τα θέματα αυτά κυριαρχούν σε ολόκληρη την πορεία του . Μια πορεία που ξεκινά από τα τέλη των 70s, όταν θα βρεθεί στη Νέα Υόρκη και θα θητεύσει δίπλα στους Νεοϋορκέζους, no wave (αντί-)ήρωες. Θα προλάβει να πάρει μέρος σε αυτό το κίνημα -ένα από τα πιο βραχύβια αλλά και πιο ριζοσπαστικά κινήματα στην ιστορία της μουσικής- και αυτό θα διαμορφώσει για πάντα την αντίληψη του για τη μουσική. Είτε με το βασικό του όχημα, τους Swans, είτε αργότερα με τα παράλληλα project του, Skin / World Of Skin, τα ηλεκτρονικά drone πειράματα των the Body Lovers / the Body Haters, με τα album που έχει υπογράψει με το όνομα του, είτε με τον ξεκάθαρα folk-ιζοντα χαρακτήρα των εξαιρετικών Angels Of Light, που ουσιαστικά αντικατέστησαν τους Swans για το διάστημα των 14 χρόνων που διήρκησε ή παύση των δεύτερων μετά το “Soundtracks For the Blind” (1996), πάντα οι κόσμοι που ύφαινε ο Michael Gira ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο «καταραμένο», τοξικό υλικό.
Πέρα από τις πλέον, αρκετά αναγνωρισμένες δισκογραφικές του δουλειές με τους Swans – οι οποίες παρόλο που ανέκαθεν είχαν κριτική αναγνώριση δεν είχαν και την αντίστοιχη αναγνώριση από το ευρύ κοινό – στο μουσικό του έργο ξεχωρίζουν albums από τα διάφορα project του που θα πρέπει να ακουστούν παραπάνω: Η μαύρη τρύπα που ονομάζεται “Drainland” (1995) αλλά και το “I Am Not Insane” (αμφότερα βγήκαν με το όνομα του) που κυκλοφόρησε το 2010 λίγο πριν δηλαδή επαναφέρει δισκογραφικά τους Swans με το εκπληκτικό “My Father Wil Guide Me Up A Rope To the Sky” και που στην ουσία περιλαμβάνει κάποιο από το υλικό του σε ακουστική μορφή, απογυμνωμένο από το ηλεκτρικό του φορτίο. Το σχεδόν dark ambient, drone “Number One Of Three” (1998) που κυκλοφόρησε ως The Body Lovers αλλά και το “How I Loved You” (2001), που είναι μάλλον το καλύτερο από τα albums των Angels Of Light.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει όλες τις παραπάνω κυκλοφορίες, αλλά και το σύνολο των δημιουργιών του θα έλεγα πως είναι ολιστικός. Όλα στο σύμπαν του είναι φτιαγμένα από τον ίδιο βρώμικο πηλό. Είτε κρατάει κιθάρα, είτε πινέλο, είτε απλά μουρμουράει λέξεις, πάντα προσπαθεί να οδηγήσει τα πράγματα σε αυτή τη λύτρωση (που όμως δεν έρχεται ποτέ), σε έναν εξαγνισμό. Από τις εκκωφαντικές, ανυπόφορες για μη εκπαιδευμένα αυτιά, live εμφανίσεις των Swans, μέχρι τις αντίστοιχες, solo ακουστικές του, ο Gira κατεβαίνει στην προσωπική του κόλαση και μας αφηγείται αυτή του την κάθοδο. Το μόνο που αλλάζει είναι το μέσο. Από τον θόρυβο που ξερνάνε οι λάμπες του Orange ενισχυτή του μέχρι τον κρουστό ήχο της ακουστικής κιθάρας του – ένα κομμάτι ξύλο όπως γλαφυρά την αναφέρει ο ίδιος – όλα υποτάσσονται στον σκοπό του.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Michael Gira, δεν φαίνεται να έχει αλλάξει γνώμη γύρω απ’ την απληστία και την υποκρισία των ανθρώπων (χωρίς φυσικά να εξαιρεί τον εαυτό του), και εδώ που τα λέμε αυτή η εποχή που διανύουμε δε θα έλεγε κανείς πως βοηθάει.
Βλέποντας τον τρόπο που διαχειρίζεται το υλικό του μέσα από το online shop της (δικής του) Young God ή τις συνεντεύξεις που κατά καιρούς δίνει, θα μπορούσα να πω πως είναι ένας κρύος επαγγελματίας. Εντούτοις πιστεύω πως τελικά αδυνατεί να αποστασιοποιηθεί. Χάνει εύκολα την ψυχραιμία του και το χαμόγελο που φορά πριν ανέβει στη σκηνή, μοιάζει να τον δυσκολεύει αρκετά.
Προφανώς αυτό το κείμενο δεν έχει σκοπό να θυματοποιήσει τον καλλιτέχνη, έτσι ώστε να τοποθετήθει το έργο του κάτω από αυτό το πρίσμα. Ούτε είναι ένα ψυχογράφημα ή κάτι τέτοιο. Είναι απλά παρατηρήσεις πάνω στην στιχουργία αλλά και στον τρόπο που μέχρι σήμερα αυτός ο σπουδαίος καλλιτέχνης έχει αποφασίσει να τοποθετηθεί γύρω από την τέχνη του. Γιατί ο Michael Gira είναι πραγματικά ένας σπουδαίος καλλιτέχνης. Αυτό φυσικά οφείλει πάντα να διαχωρίζεται από τον άνθρωπο και είναι κάτι που ίσως απαιτεί ώρες συζητήσεων και αναλύσεων. Η πρόσφατη εμπειρία άλλωστε που αφορούσε στην καταγγελία βιασμού της Larkin Grimm από τον Gira και του πως αντιμετωπίστηκε αυτή από τους fans είναι ενδεικτική. Η αμφισβήτηση ενός βιασμού είναι πραγματικά ανεπίτρεπτη εν έτει 2019 και διαιωνίζει την φρίκη του βιασμού και την εν συνεχεία ψυχολογική κακοποίηση του θύματος ενώ φυσικά δε μπορεί να σχετίζεται με το ποιος είναι ο θύτης…
Πλέον ελάχιστες μέρες πριν την κυκλοφορία του νέου album των Swans, “Leaving Meaning.” (ημερ. Κυκλ. 25/10), θα έχουμε την ευκαιρία να τον δούμε για μια ακόμα φορά, συνοδευόμενο από τον σχεδόν παντοτινό συνοδοιπόρο του Norman Westberg στο Temple, σε ένα live που για εμάς, θα είναι ίσως τα άτυπα αποκαλυπτήρια του νέου του υλικού, (ξεγυμνωμένου βέβαια) και για τον Gira η γνωστή του κάθοδος. Ή μήπως όχι;