Με την ανακοίνωση της εμφάνισης του Matt Elliott στην πόλη μας δυο σκέψεις μου ανησυχούσαν το μυαλό. Η πρώτη ήταν γιατί ενώ περιοδεύει στις περισσότερες χώρες μαζί με μπάντα σε εμάς θα ερχόταν για ακόμη μια φορά solo, ενώ η δεύτερη ήταν, με τι ψυχολογία θα αποχωρήσω τελικά απο τη συναυλία έχοντας απορροφήσει τόσο μεγάλες ποσότητες ηχητικής μανιοκατάθλιψης σε σκοτεινά φολκ μονοπάτια απόγνωσης με στίχους απελπισίας. Η πρώτη ερώτηση δεν μου έχει απαντηθεί ακόμα αν και φαντάζομαι την οικονομική φύση της απάντηση της. Στη δεύτερη έχω την απάντηση άλλα θα την κρατήσω για συμπέρασμα στο τέλος.
Ανταπόκριση: Κώστας Βαχάρης / Φωτογραφίες: Μαριάννα Κατσαούνη
Έφτασα κάπως αργοπορημένα στον καινούριο πολυχώρο που έχει στηθεί στου Ψυρρή με το όνομα Tin Pan Alley και δυστυχώς δεν πρόλαβα εξαρχής το show της αγαπητής Melentini. Έμαθα όμως ότι βγήκε στη σκηνή στις 21:35 μαζί με τους άλλους δυο μουσικούς που την συνόδευαν με τσέλο και φαγκότο. Εκείνη πίσω από τα πλήκτρα κατάφερε να κρατήσει σε ησυχία το κοινό-γεγονός σπάνιο έως εξωπραγματικό για support καλλιτέχνη- για περίπου μίση ώρα παίζοντας δίκες της δημιουργίες. Εκείνο που με εντυπωσίασε πραγματικά ήταν η φωνή της, ένα κράμα μεταξύ London Grammar και Bjork(!) ειδικά στα ξεσπάσματα της. Η μουσική της είναι κάτι ανάμεσα σε dark folk με indie/avant-garde pop. Κρατάω το στερνό κομμάτι που μας έπαιξε με τίτλο ”Gone Are The Days”.
Περάσαν είκοσι λεπτά μέχρι που κατέβηκε τα σκαλιά στο πλάι της σκηνής ο συμπαθέστατος Matt Elliott, μας καλησπέρισε στα Ελληνικά και ξεκίνησε δοκιμαστικά όπως μας είπε, το “The Right To Cry”. Τελικά η δοκιμή εξελίχθηκε σε κανονική εκτέλεση του κομματιού και περίπου 17 λεπτά αργότερα είχε τελειώσει. Το εντυπωσιακό στα show του Elliott είναι αυτό το απίστευτο ”κολάζ” ήχων που επιτυγχάνει μόνο με τη κιθάρα του, την φωνή του και μερικές πεταλιέρες για τις μίξεις και τα διάφορα εφέ σε αυτό που παρουσιάζει. Ο άνθρωπος είναι ιδιοφυΐα στο είδος του, ενώ είναι εμφανές ότι έχει μάθει να γράφει μουσική σαν Dj ”χτίζοντας” σταδιακά και μονότονα την σύνθεση χωρίς όμως να σε κάνει να βαριέσαι, ίσα ίσα που σε εγκλιματίζει σταδιακά στο μαύρο κόσμο του. ”Dust, Flesh and Bones” και “Zweigzwang” για τη συνέχεια και το γεγονός οτι δεν επιτρέπεται το κάπνισμα εντός της αίθουσας με έχει εξουθενώσει. Τουλάχιστον το κοινό με τη συμπεριφορά του παραδίδει σεμινάρια ορθής παρακολούθησης θεάματος, καθώς μόνο τα έντονα και από καρδιάς (ή καλύτερα ψυχής) χειροκροτήματα ακουγόντουσαν στο πέρας κάθε τραγουδιού. Μαγεία πραγματικά. Μονό ένα παράπονο απο τους τους λαντζιέρηδες του χώρου είχαμε,οι οποίοι φερόντουσαν με τόσο βίαιο και θορυβώδη τρόπο στα ποτηριά που έβαζαν κάθε φορά για πλύσιμο. Ακόμα και ο ίδιος ο καλλιτέχνης τους ευχαρίστησε ειρωνικά για τα additional κρουστά που τον συνόδευαν.
Ακολούθησε μια διασκευή στο ”I Put A Spell On You” ενώ τα ”The Kursk”, ”I Name This Ship Tragedy,Bless her and all who sail wth her”(γνωστό και ως Μανταλένα) και ”Howling Song” μας έφεραν μια άλλη διασκευή αυτή την φορά στο ”Bang Bang” της Cher. Με το ”Also Ran” έκλεισε το κανονικό σετ ενώ το υποτιθέμενο encore (αφού δεν κατέβηκε πότε απο την σκηνή) έγινε με τη ”δικιά” μας Μισιρλού (πραγματικά πανέξυπνη εκτέλεση) και ακόμα μια μικρή διασκευή στο ”From Russia With Love”, όπου αποχώρησε μέσα σε θριαμβευτικά χειροκροτήματα.
Συνολικά, ο Matt έμεινε στη σκηνή πάνω από μιάμιση ώρα, περιτριγυρισμένος από μια καθολική ησυχία και ευλαβική προσήλωση του κοινού που δεν νομίζω ότι το έκανε μόνο χάρη της ευγένειας και του σεβασμού του πρoς το μουσικό, άλλα ήταν βασικά χαμένο στις στοιχειωμένες και πάντα οικίες μελωδίες που άκουγε. Η διοργάνωση άγγιξε το τέλειο καθώς αν και sold out το live, δεν είχαμε θέματα υπερπληρότητας. Ο ήχος εξαιρετικός άλλα με ”εύκολη” αποστολή αφού μια κιθάρα, δυο μικρόφωνα και τις πεταλιέρες είχε μόνο να ρυθμίσει ο ηχολήπτης. Όσο για την απάντηση μου, πάνω στο θέμα της διάθεσης με την οποία αποχώρησα από το live, ήρθε για άλλη μια φορά ο Αριστοτέλης να επιβεβαιώσει τον όρο της κάθαρσης που συναντάμε βασικά στις τραγωδίες. Η ψυχή των θεατών(ή έστω η δική μου), καθώς βιώνει τα συγκλονιστικά συναισθήματα των τραγικών ηρώων, καθαίρεται, ”αποτοξινώνεται” κατά κάποιον τρόπο από ό,τι υπερβολικό, φορτικό και δυσάρεστο τη βαραίνει και τελικά αποχωρείς απο την παράσταση/ταινία ακόμα και μια συναυλία με μια αίσθηση ανακούφισης και ευφορίας. Οπότε, ονομάζω αυτόν τον τραγικό ήρωα Matt Elliott, ευλογημένος να είναι αυτός και όσοι σαλπάρισαν μαζί του.