Με μεγάλη λαχτάρα κατέφθασα στο Gagarin, καθώς δεν έχω ποτέ στο παρελθόν παρακολουθήσει τον πολυδημιουργικό Mark Lanegan live, κι έτσι, αποτελεί ποθημένο. Lucky me, επιστρέφει στον τόπο μας για να μου και μας επιβεβαιώσει, πως η συνεπής, καλοσχεδιασμένη, καπνισμένη και «βαριά» προσωπικότητά του και κατ’ επέκταση το ανάλογα φορτισμένο έργο του, μαγνητίζει στο 100 τις 100 ακόμη και το πιο δύσπιστο ή μουσικά αδιάφορο ον.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Τη συναυλία της βραδιάς καλέστηκαν να ανοίξουν οι Dustbowl, ένα συγκρότημα που μετράει πάνω από μία δεκαετία στο “mother earth rock music”, με τα χαρακτηριστικά του τύπου σκηνής που συμφωνεί με τον ορισμό “americana”, να λαβαίνει υπόσταση ύφους, ώστε να γίνεται το πιο γόνιμο, ασφαλή, μελετημένο και βιώσιμο έδαφος για το υλικό τους. Μολονότι έχουν στο ενεργητικό τους ήδη τέσσερα full length studio albums, το set θα επικοινωνήσει κυρίως (δικαίως), το “The Story Of Mr. Dandy Gasoline”, την πιο πρόσφατη δηλαδή κυκλοφορία τους. Επτά μουσικοί επί σκηνής, με τα πλήκτρα πιάνου και την pedal steel guitar να διαφοροποιούν κάπως τον ήχο τους, που στα γενικά μοιάζει με καλά μελετημένο «παλιομοδίτικο» ροκ. Αν και έχουν αρκετά δεμένες εκτελέσεις, με όμορφα και μελωδικά σημεία και ογκώδη τύμπανα, μου τα χάλαγε (σόρρυ) η φωνή, καθώς μάλλον ήθελε να ενσωματώσει απόχρωση Sivert Hoyem αισθητικής, ενώ ο τόνος της εκ φύσεως, τείνει να προσδιορίζεται μπάσα επικός, γεγονός που θεωρώ πως δεν ταιριάζει στο κατά τ’ άλλα πιο from the countryside, classic rock ‘n’ blues παίξιμό τους, γι’ αυτό ίσως και η προσπάθεια του, να την χρωματίσει. Βέβαια, η άρθρωσή της, πολύ καθαρή.
Ο χαμούλης που δημιουργείται στην είσοδο-έξοδο του χώρου, λόγω της εφαρμογής του αντικαπνιστικού νόμου, που εμπεριέχεται σε αυτόν της «τάξης» και δεν αποκλίνει από τη νόρμα του αυταρχικού νεοσυντηρητισμού, μας ταλαιπωρεί και εκνευρίζει. Την ίδια ώρα πραγματοποιείται (εκτός των άλλων), το live του Lee Scratch Perry (άλλης μορφής ο θησαυρός του), του Theodore (τον οποίο πολύ εκτιμώ), όπως επίσης και η “να μη γίνει ο φόβος συνήθειά μας”, αντικατασταλτική συναυλία, στην οποία συμμετείχε πληθώρα καλλιτεχνών και αρκετές χιλιάδες κόσμος.
Σε μια χώρα «εν βρασμώ» λοιπόν, τo intro “Knuckles” με πρωταγωνίστρια τη βαριά, βραχνή “as dark as it gets” χροιά φωνής του Mark Lanegan που συνοδεύει την επιβλητική του φιγούρα, μας χτυπάει κατευθείαν την πόρτα της αλήθειας, σοβαρεύουμε και τον παρακολουθούμε, λες και κρεμόμαστε απ’ τα χείλη του. Τα λιγοστά και αχνά φώτα διατηρούν τη διακριτική μεν, αλλά ηχητική δε, προβολή στην ατμόσφαιρα, καθώς αυτή θα φέρει το «φως» στο κατά τ’ άλλα σκοτάδι. “I just stopped in for collecting what I’ve earned”, σημειώνει καθώς το “Disbelief Suspension”, σαν πρώτη επιλογή στον καινούριο του δίσκο, κατορθώνει να μας εντάξει μονομιάς στο «είναι» του. Τον ίδιο σκοπό επιτελεί κι εδώ.
Με το “Nocturne”, εναποθέτει τον Χριστό στα χέρια μας, να ψιθυρίζει πίσω από την πλάτη μας, με το “Hit The City” ωμά μας ξεσηκώνει, εμφανίζει τα φαντάσματά του και μας καλεί χορευτικά να βεβαιωθούμε για τα λεγόμενά του, “Stitch It Up”. Μας τραγουδάει για το «ξύπνημα στον εφιάλτη» παρόλο που εμπεριέχει το φόβο της αποτυχίας, ενώ οι μουσικοί του σε κιθάρα-ες, πλήκτρα, μπάσο, drums, πλαισιώνουν τη μοναδική, άμεση ικανότητά του στην επικοινωνία, όπως και τη δύναμη ή μάλλον καλύτερα ισχύ, της εύκαμπτης, scratchy, μουσικής του φωνής. Η εκφραστικότητά του, από απόσταση ανάσας, μπορεί να αποτελέσει αιτία «κεραυνοβόλου έρωτα» ή πόλο έλξης. “Night Flight To Kabul”, ένα επίσης ταξιδιάρικο alternative grunge κομμάτι, θέτει ερωτήσεις, ενώ το groove διατηρείται, “Beehive”. Στο “Bleeding Muddy Waters” αναδύονται τα ψυχεδελικά solo και τα πονεμένα blues ίχνη του, στο “Ode To Sad Disco” και “Dark Disco Jag” η δική του version-απάντηση στη dance πλευρά.
Με το πανέμορφο “Death Trip To Tulsa”, μας αποχαιρετά, αφήνοντας τελευταίο τον πρώτο κιθαρίστα να το σβήσει με το σήμα της ειρήνης που εκπέμπει η χειρονομία των δαχτύλων του. Μετά το εντεταμένο χειροκρότημα για να μας κάνει την τιμή να τον ακούσουμε ακόμα λίγο, επιστρέφει χωρίς καθυστερήσεις, για τα τελευταία, υπνωτικά “Harborview Hospital” και “Killing Season”. Εφόσον λαμβάνει το μέγιστο «έδαφος» της έκφρασης, στιχουργικά στις συνθέσεις του, στα λίγα ενδιάμεσα «κενά» σημεία του, μας ευχαρίστησε και μας σύστησε τη band του, που συμπεριλαμβάνει στην επωνυμία του. Κάποια εφέ από τα πετάλια σφράγισαν την εμφάνιση και εμείς μαγεμένα ικανοποιημένοι από το «λύκο» του Ellensburg, αποχωρήσαμε, όταν τα φώτα του χώρου επανήλθαν στις φωτεινές τους εντάσεις. Μία ξεχωριστή και ιδιαίτερη περσόνα, ένας αξιόλογος και ευρηματικά σπουδαίος καλλιτέχνης, με την υπέροχη, χαρακτηριστικά touching, αναγνωρίσιμη φωνή. Θα τον αγαπώ για πάντα.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΕΔΩ