Ήταν πάνω -κάτω πριν δέκα χρόνια όταν το Βερολινέζικο δίδυμο The Oath, αποτελούμενο από την Σουηδέζα καθαρίστρια Linnea Olson και τη Γερμανίδα τραγουδίστρια Joanna Sadonis έκαναν αίσθηση με το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους, ίσως υποβοηθούμενοι κι από εκείνο το occult rock κύμα που ήταν στη μόδα τα πρώτα χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας, αν και μάλλον εξαιρουμένων των γεγονότων ότι διέθεταν γυναίκα τραγουδίστρια και σκοτεινή, μυστικιστική ατμόσφαιρα, ελάχιστη σχέση είχαν με την ψυχεδέλεια των 60’s και πρώιμων 70’s όσο περισσότερο με τη hard rock και proto-metal της εποχής, και αρκετά πιο ωμή, “του δρόμου” αισθητική και ήχο. Δυστυχώς λόγω “ασυμφωνίας χαρακτήρων” παρά την επιτυχία του σχήματος ήρθε η ρήξη και κάθε μία πήρε το δρόμο της: η Joanna σχημάτισε τους Lucifer, και η Linnea, μετά από ένα πέρασμα από τους Grave Pleasures (πρώην Beastmilk) αντίστοιχα το power trio με την, εμπνευσμένη από και αναφορά στο θρυλικό άλμπουμ των Funkadelic, ονομασία Maggot Heart.
Οι Maggot Heart, αποτελούμενοι αρχικά από την Linnea Olson στην κιθάρα και φωνητικά, και τους Gottfrid Ahman και Uno Bruniusson, που είχαν αμφότεροι θητεύσει στους πρωτεργάτες της αναβίωσης αυτού του σκοτεινού 70’s ήχου In Solitude, στο μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα, σταδιακά, αφού για το χρονικό διάστημα όπου οι δυο τους συνυπήρξαν η μπάντα ήταν κουαρτέτο, αντικατέστησαν τον Gottfrid στο μπάσο με την Olivia Airey (ανιψιά του Don, πάλαι ποτέ αναπληρωτή του Jon Lord στους Deep Purple), και ως power trio ξανά, κυκλοφόρησαν το νέο, τρίτο άλμπουμ τους “Hunter”.
Εξ αρχής οι Maggot Heart ξεχώρισαν διότι διαφοροποιήθηκαν από τις υπόλοιπες μπάντες αυτής της, με την χαλαρότερη δυνατή έννοια, σκηνής, καθώς αντί να σταθούν στο να αναμυρηκάσουν μέχρι εξαντλήσεως όπως άλλοι αυτό τον 70’s ήχο, ενέταξαν ηχοχρώματα από το μουσικό παρελθόν και τις επιρροές κάθε μέλους. Κι αν έτσι από τα προηγούμενα άλμπουμ ήδη διακρίναμε να συνυπάρχουν στον ήχο τους στοιχεία από hard rock, gothic, glam και heavy metal, κάπως πιο “ωμά” στο ντεμπούτο “Dusk to Dusk”, και πιο διευρυμένα, για να χωρέσουν μέχρι punk και 90’s noise rock στοιχεία, και πιο “ωριμασμένα” στο σκοτεινότερο δεύτερο “Mercy Machine”, είναι στη νέα τους δουλειά που κάνουν το πιο τολμηρό βήμα, με την προσθήκη brass section και πιάνου, τουλάχιστον για τις στουντιακές εκτελέσεις, καθώς θα συνεχίσουν να περιοδεύουν σαν τρίο.
Στα χαρτιά ίσως να φέρνεις κάτω από την ίδια ομπρέλα τόσο διαφορετικές επιρροές όπως Thin Lizzy, The Cult, Motorhead, Voivod, The Jesus Lizard και 80’s David Bowie να ακούγεται σχιζοφρενικό, όμως όταν σε κομμάτια σαν το εναρκτήριο “Scandinavian Hunger”, με τον τεράστιο ήχο στο μπάσο ακούγονται σαν metal μπάντα που ξεπήδησε από τον κατάλογο της Amphetamine Reptile, σε άλλα, όπως τα “Nil by Mouth” και “This Shadow”, πιασιάρικοι σαν Billy Idol αλλά με αδιαμφισβήτητα metal βάρος (θυμίζοντας εκείνη την εκπληκτική διασκευή των Sentenced στο “White Wedding”), σε κομμάτια σαν το “LBD” (little black dress) φέρνουν καλπάζουσα NWOBHM μπασογραμμή να συνυπάρξει με New Wave τρομπέτα και σαξόφωνο, ή απειλητικό α-λα “Nothingface” εποχής Voivod riff με χορευτικό σε σημεία ρυθμό στα ντραμς στο “Parasite”, κι όλα αυτά να δένουν αρμονικά (ή απολαυστικά δυσαρμονικά), με μια παραγωγή που καταφέρνει αριστοτεχνικά να κάνει αυτές τις τόσο ευφάνταστες ενορχηστρώσεις να μην ακούγονται “πνιγμένες” ή παραφουσκωμένες, αλλά τουναντίον, διατηρώντας διακριτές τις παθιασμένες ή ακόμη και τις πιο διακριτικές ανάσες της Linnea στα φωνητικά, να αποτυπώνει αυτή την “ωμή” δυναμική που διαθέτουν ως power trio, η οποία και υπηρετεί καλύτερα τη φεμινιστική θεματική που διέπει τα κομμάτια τους, οι Maggot Heart.
Δεν είναι μόνο ότι το “Hunger” αδιαμφισβήτητα αποτελεί την καλύτερη κυκλοφορία των Maggot Heart μέχρι στιγμής, θεμελιώνοντάς τους για τα καλά πέρα και επάνω από όποιες άλλες μπάντες με τις οποίες μπορεί κάποτε να συστεγάζονταν κάτω από κοινές ταμπέλες, γιατί δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο ήχος τους πλέον δεν είναι απόλυτα προσωπικός, αλλά αποτελεί και μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς (τουλάχιστον, αν όχι της δεκαετίας μέχρι τώρα) στον ευρύτερο hard/heavy χώρο.