Οι Νορβηγοί Leprous απέκοψαν, ευτυχώς, τα δεσμά τους με τον σκληρό ήχο και βάδισαν σε πραγματικά προοδευτικά μονοπάτια στην έκτη studio κυκλοφορία τους. Είναι δε κοινός τόπος ότι οι μπάντες με μεγάλη τεχνική κατάρτιση, οι οποίες ενδίδουν στις pop ευαισθησίες τους συνήθως δημιουργούν μεγάλα albums.
Και μόνο το συγκλονιστικό “Below”, που ανοίγει τη συλλογή, να είχαν κυκλοφορήσει θα μέναμε ικανοποιημένοι. Γίνεται άμεσα σαφής η μεταστροφή στον ήχο τους καθώς οι περίτεχνες ενορχηστρώσεις περιλαμβάνουν κυρίως ambient στοιχεία, trip-hop λούπες αλλά και εξαιρετικά μέρη εγχόρδων (υπέροχο βιολί και τσέλο από τους Chris Baum και Raphael Weinroth-Browne), ενώ οι κιθάρες έχουν οδηγηθεί στο παρασκήνιο. Το κομμάτι θα μπορούσε να αποτελεί το επόμενο, σκοτεινό, “Bond Theme”. Ο απόλυτος πρωταγωνιστής του album όμως είναι ο Einar Solberg ο οποίος κάνει ερμηνεία ζωής ξορκίζοντας με τη φωνή του τις ερινύες της κατάθλιψης που τον κατατρέχουν. Συνοδοιπόρους σε αυτό έχει την επιρροή από τους Sam Smith και James Blake αλλά και Matthew Bellamy στο ψηλό ρετζίστρο , καταφέρνοντας όμως να είναι καλύτερος από αυτούς με πιο μεστή χροιά.
Αλλά και οι συνθέσεις δεν πάνε πίσω παρουσιάζοντας ομοιομορφία στην ατμόσφαιρα αλλά ταυτόχρονα τεράστια ποικιλία στο ύφος. Το “I Lose Hope” ξεκινά με ένα φωνητικό ensemble που θυμίζει ύστερους Editors για να οδηγηθεί στα μονοπάτια της Ανατολής μέσα από τη μελωδία. To “Observe the Train” διακατέχεται από το πνεύμα του Steven Wilson (εξ’ ου και η αναφορά στα τρένα), με την λιτή του μελαγχολία να κυριαρχεί. “By my Throne” και οι καλύτερες στιγμές των Muse έρχονται στο προσκήνιο (με ένα touch από Depeche Mode του “Ultra”). Το ρεφρέν του μεγαλειώδους “Alleviate” θα μπορούσε να παρηγορήσει και τον βαρύτερα χτυπημένο από ψυχολογική πίεση, είναι ένας πραγματικός pop θρίαμβος.
Η trip – hop εισαγωγή του “At the Bottom” οδηγεί σε αγαστή συνεργασία με τις βαριές κιθάρες και το καίριο μπάσο στο chorus που ξεσηκώνει (με τη βοήθεια της συνοδοιπόρου ορχήστρας) θυμίζοντας λίγο τους Queensryche του “Promised Land”. Διόλου τυχαία η ενορχήστρωση φέρνει στο μυαλό τον τεράστιο Michael Kamen. To “Distant Bells” είναι τόσο εύθραυστο που νομίζεις πως θα γίνει χίλια κομμάτια μόλις βγει από τα ηχεία σου. “My bed is no longer a safe zone. And I’ve been around for all these years”. Δεν έχω συναντήσει καλύτερη περιγραφή της απελπισίας της κατάθλιψης σε στίχους και μουσική. Το πληθωρικό φινάλε απλά σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό επιβάλλοντας την επανάληψη της ακρόασης. Τα δύο τελευταία τραγούδια της συλλογής αποτελούν τη σύνδεση με το ηχητικό παρελθόν της μπάντας. Το “Foreigner” ενώνει σε αιώνιο heavy δεσμό τους Paradise Lost του “Host” με τους Muse. To δε, επικό, progressive όργιο του “The Sky is Red” κλείνει το έργο με τον καλύτερο τρόπο αποτελώντας ένα αυτούσιο αριστούργημα. Ο Solberg ξεσκίζει τα απομεινάρια της ψυχής του και τα φτύνει στο μικρόφωνο. Οι Suhrke και Ognedal στις κιθάρες μαζί με τον εκπληκτικό Baard Kolstad στα τύμπανα και τις φωνές της χορωδίας από το Βελιγράδι που συμμετέχει, φέρνουν την αποκάλυψη.
Οι Leprous δεν ξέρουν τι σημαίνει μέτριος δίσκος και δεν έχει νόημα να συγκρίνουμε το Pitfalls με τα προηγούμενα albums. Πρόκειται για ένα τολμηρό πείραμα που πέτυχε. Το αγοράζετε και το ακούτε με κλειστά τα μάτια.
Υ.Γ.: Από αρχή μου δεν αναφέρομαι σε bonus tracks των special editions. Στην περίπτωση αυτή θα κάνω μία εξαίρεση, τόσο για το υπέροχο progressive metal “Golden Prayers”, όσο και για την ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ διασκευή στο “Angel” των Massive Attack.