To 17o άλμπουμ μιας από τις μεγαλύτερες metal μπάντες όλων των εποχών (τη μεγαλύτερη για τον γράφοντα) είναι εδώ, δείχνοντας πως οι γερόλυκοι δεν αποφασίζουν να αναπαυθούν στις δάφνες τους μένοντας στα υπερ-επιτυχημένα live shows τους αλλά θέλουν να προσφέρουν νέο υλικό στους οπαδούς. Το γεγονός ότι η μπάντα διανύει την πέμπτη δεκαετία της σημαίνει πως με τη μουσική της έχει “μεγαλώσει” γενιές οπαδών. Στη διάρκεια αυτής της δημιουργικής πορείας, το ύφος και η συνθετική δομή των τραγουδιών τους έχει αλλάξει λίγες φορές. Στα αυτιά μου η μεγαλύτερη αλλαγή έγινε με το reunion αλμπουμ του 2000, έχοντας βέβαια δείξει τις ρίζες της ήδη από το Fear of the Dark (1992). Αυτό που έχω συμπεράνει από τα σχόλια παλιών και νέων οπαδών πάνω στο νέο άλμπουμ (και στα προηγούμενα) είναι ότι, ανάλογα με την εποχή που έμαθες τους Maiden σου αρέσουν διαφορετικά πράγματα σε αυτούς. Μπορώ να μιλήσω σίγουρα για την παλιά γενιά καθώς ανήκω σε αυτήν και να υποθέσω για την μεταγενέστερη.
Όταν έμαθα τους Maiden (1988) μαγεύτηκα από στοιχεία τους όπως οι υπέροχες “δισολίες” (δεν υπάρχει ίχνος στο νέο album), τα solos που μπορούσες να μάθεις απ’ έξω και να τα τραγουδάς νότα προς νότα (αν εξαιρέσεις αυτά του Smith, τα υπόλοιπα στο νέο album θα μπορούσαν να μην υπάρχουν και δεν θα καταλάβαινε κανείς τίποτα) και τα φανταστικά riffs που συμπλήρωναν τη σύνθεση (στο μεγαλύτερο ποσοστό του νέου υλικού η κιθάρα παίζει από πίσω τη φωνητική γραμμή). Το νέο στυλ της τελευταίας εικοσαετίας περιλαμβάνει τεράστια τραγούδια, με απαραίτητα το ίδιο ακουστικό μπάσο στο intro και στο outro, απλές μελωδίες και άπειρα επαναλαμβανόμενα μέρη, σχεδόν όλα mid tempo.
Πριν να περιγράψουμε το νέο δίσκο πρέπει να αναφέρουμε κάποια αντικειμενικά στοιχεία που νομίζω τα ακούν οι περισσότεροι:
- Το ηχητικό αποτέλεσμα είναι πραγματικά κακό. Και δεν μιλάω για τη συνηθισμένη παραγωγή του Shirley που αγαπάμε να μισούμε. Μιλάω για μίξη που δεν κάνει ούτε ερασιτέχνης. Τα τύμπανα ακούγονται θολά, Η φωνή του Bruce βγαίνει είτε εκτός μίξης, είτε θάβεται κάτω από τα όργανα, ενώ όλο το υλικό είναι βουτηγμένο σε μια σούπα από…
- Πλήκτρα. Εδώ έχουμε μεγάλο δράμα καθώς κάθε φορά που ο Harris (ο πραγματικός παραγωγός) θέλει να δώσει συναισθηματική ένταση ανεβάζει πάνω από τα πάντα ένα αρμόνιο 80’s Casio που τρυπάει τα αυτιά.
- Δυστυχώς αναπόφευκτα η φωνή του Bruce δείχνει εμφανώς τα χρόνια της, τόσο σε δύναμη όσο και σε άρθρωση.
Το υλικό (80 λεπτά είναι αυτά) μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη, με το πρώτο να είναι το πιο ενδιαφέρον για μένα. Το ομώνυμο τραγούδι, που ανήκει στις κορυφές του δίσκου, έχει καταπληκτική ατμόσφαιρα, μας βάζει σε πολεμικό κλίμα ενώ οι φωνητικές γραμμές θυμίζουν τα παλιά δημιουργώντας και όμορφες αρμονίες (υπάρχουν ελάχιστες στο δίσκο). Με το “Stratego” ο ρυθμός ανεβαίνει χρησιμοποιώντας τον γνωστό maiden καλπασμό ενώ το χαρακτήρα στο τραγούδι δίνει η όμορφη γέφυρα και το παραδοσιακό ρεφρέν. Στο πρώτο single “The Writing on the Wall” ο Smith δοκιμάζει κάτι διαφορετικό και του βγαίνει! Το western/folk riff τα σπάει δημιουργώντας κάτι πρωτοποριακό και ενδιαφέρον. Δυστυχώς το ρεφρέν είναι κατώτερο των κουπλέ και ρίχνει κάπως το αποτέλεσμα. Εδώ έχουμε ένα από τα λίγα αξιόλογα solos.
Στο δεύτερο μέρος τα πράγματα δυσκολεύουν. Το “Lost in a Lost World” αρχικά με εντυπωσίασε με την 70’s αισθητική του ακουστικού μέρους, που φέρνει στο μυαλό Uriah Heep. Δυστυχώς γρήγορα και με το συνηθισμένο σκάσιμο στο ταμπούρο μεταμορφώνεται σε άλλο ένα generic Harris τραγούδι. Έχει ανατεθεί εδώ και χρόνια στον Smith να γράφει τα μικρά και κάπως πιο γρήγορα κομμάτια με συνοχή, καθώς κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει. Το “Days of Future Past” δεν είναι από τις καλύτερες προσπάθειές του. Είναι όμως μία ευχάριστη ανάπαυλα από τον mid-tempo κυκεώνα. Ωραίο solo και εναρκτήριο riff. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σε έναν ήδη 70λεπτο δίσκο κάποιος αποφάσισε να βάλει και το “The Time Machine”. Καληνύχτα σας. Κάπου εδώ βρίσκεται η άλλη κορυφή του album. Η ατμόσφαιρα στο “Darkest Hour” είναι τόσο βαριά που μόνο η απόλυτα συναισθηματική ερμηνεία του Bruce μπορεί να μας λυτρώσει. Πραγματικά έχω χρόνια να ακούσω κομμάτι των Maiden που να με βάλει τόσο σε ατμόσφαιρα. Θα μπορούσε να βρίσκεται και σε κάποιον από τους προσωπικούς δίσκους του frontman. Υπέροχο solo επίσης.
Στο τρίτο μέρος του album, την μισάωρη Harris εποποιΐα οφείλετε το σεντόνι που διαβάσατε στην αρχή. Αν ανήκετε σε αυτούς που δωδεκάλεπτα κομμάτια σαν τα “The Red and the Black”, “When the Wild Wind Blows”, “For the Greater Good of God” κ.λ.π. σας φαίνονται ανυπέρβλητα έπη, “τι έγραψε ο αρχηγός;” και τα γνωστά, εδώ θα καραγουστάρετε. Τρία copy-paste τραγούδια σε αυτό το στυλ είναι έτοιμα για εσάς. Στο πρώτο γίνεται μια αποτυχημένη προσπάθεια να ξαναγραφτεί το “Clansman” αλλά είναι πασιφανές ότι ο Harris δεν έχει ιδέα από Κέλτικη μουσική. Το δεύτερο “The Parchment” είναι το πιο ενδιαφέρον καθώς στην αρχή έχει riff και μάλιστα ανατολίτικο, γρήγορα όμως γίνεται η κλασική σούπα. Από αυτά που διαβάζω στο δίκτυο η νεότερη γενιά τα σπάει με το “Hell on Earth”. Εμένα μου ακούγεται μία από τα ίδια, αλλά εγώ είμαι και γέρος.
Πολύ καλά κάνει ο Harris και επιμένει ξεροκέφαλα στις νεότερου τύπου συνθέσεις, στα απαράδεκτα ή computerized εξώφυλλα και στη χάλια παραγωγή. Φαίνεται ότι όλα αυτά έχουν απήχηση στους οπαδούς των τελευταίων 20 ετών. Για εμένα το album είναι εκεί χαμηλά μαζί με το Final Frontier ενώ το A Matter of Life and Death παραμένει το καλύτερο post reunion album. Όλοι όμως, παλιότεροι και νεότεροι θα είμαστε εκεί για να ξαναχειροκροτήσουμε αυτή την τεράστια μπάντα όταν έρθει στα μέρη μας. Μπορεί και για τελευταία φορά.