Ο Paul Banks και οι Interpol αποφασίζουν να παίξουν σε λίγο πιο ντιριντάχτα ρυθμούς, ξεφεύγοντας από τα καλούπια της σκηνής της Νέας Υόρκης των 00’s, χωρίς, βέβαια, να τους δικαιώνει η επιλογή.
Οι Interpol αποτέλεσαν μία μπάντα, η οποία εν πολλοίς σκιαγράφησε τον μέσο ψυχισμό της αμερικανικής σκηνής σε μια εποχή, που η αβεβαιότητα για το αύριο στην Νέα Υόρκη μετά το χτύπημα στους δίδυμους πύργους συνδυάστηκε με μία τάση για επιστροφή στην αθωότητα και τα μετα-εφηβικά σκιρτήματα ανθρώπων, που είχαν στο κέντρο της αισθητικής τους το post punk κίνημα και τις αντιδράσεις, που αυτό ξεσήκωσε πριν 3 δεκαετίες με βάση την Αγγλία. Τα κοινά γνωρίσματα της σκηνής της Νέας Υόρκης στις αρχές των 00’s (The Strokes, Yeah Yeah Yeah’s, TV on the Radio) ήταν από τη μία οι πειραματισμοί και από την άλλη η προσπάθεια να μεταφραστούν συγκεκριμένα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα από την ιδεολογική σκοπιά του rock n roll: κιθαριστικά leads, πλήκτρα, γουστόζικες μπασογραμμές και ενδυματολογικές αισθητικές, που προσομοίαζαν σε κλασσικά και προκλητικά μοτίβα.
Από το «Turn On The Bright Lights» του 2001 μέχρι και το «El Pintor» του 2014 οι Interpol μπορούσαν – με εξαίρεση το PTSD προϊόν της αποχώρησης του Carlos Dengler, «Interpol» του 2010- να αποδώσουν με διαύγεια αυτά που ήθελαν. Ατμόσφαιρες απόρριψης και θάρρους, εθισμού και επανάκαμψης, αυτοκαταστροφικού έρωτα και μανιασμένης λαγνείας μπλέκονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε ο ακροατής να συμμετέχει άμεσα στα γεγονότα της αφήγησής τους.
Και ερχόμαστε στο 2018. Τέσσερα χρόνια δισκογραφικής απουσίας σε συνδυασμό με την παγκόσμια τουρνέ για τα 15 χρόνια του TOTBL ήταν αρκετά για να αλλάξει ο τρόπος σκέψης και σύνθεσης των παλικαριών με τα κοστούμια από τα thrift shops του Μεγάλου Μήλου.
Οι πρώτες κυκλοφορίες του “Marauder” («The Rover», «Number 10» & «If You Really Love Nothing») αποτέλεσαν μάλλον τις πιο άνευρες και άνοστες συνθέσεις της μπάντας τα τελευταία 8 χρόνια. Η χρυσή συνταγή «πατάω-πάνω-σε-leads-του-Kessler-και-τα-beats-του-Fogarino», που είχε ξελασπώσει πολλές φορές την μπάντα στο παρελθόν, έπρεπε να ανανεωθεί, προκειμένου να αποφευχθούν τα φαινόμενα της κοιλιάς, που οι δύο τελευταίοι δίσκοι παρουσίασαν. Ανανεώθηκε, όμως, χωρίς αρκετό θάρρος. Χωρίς να αναλογιστούν οι Interpol, ότι επί δύο σχεδόν δεκαετίες σήκωναν στους ώμους τους την πληθώρα των συναισθημάτων των ακροατών τους. Λίγο πιο ενδιαφέρουσα δουλειά, είναι το «Complications», όπου τα κοφτά και λίγο αλλοπαρμένα leads δίνουν την εντύπωση του dub. Το «Flight of Fancy» και το «Stay In Touch» αποτελούν τα πιο φωτεινά σημεία του δίσκου αυτού. Οι κιθάρες βρωμίζουν επικίνδυνα την ατμόσφαιρα με τα πληγωμένα φωνητικά του Paul Banks να τις συνοδεύουν σε σύντομα ταξίδια ονειρικής εξομολόγησης. Τα δύο ιντερλούδια («Interlude 1 & 2»), αν και επιχειρούν να αλλάξουν λίγο τη ροή του δίσκου και να μας προϊδεάσουν για μια διαφορετική συνέχεια, δεν το πετυχαίνουν. Τα «Mountain Child» και «NYSMAW» θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν παιχτεί σαν ιδέες στο προβάδικο των Coldplay με τον Paul Banks guest να πετάει φωνητικά παραπονιάρικα, σαν βλέμμα νηπίου που έκανε ζαβολιά, όπως ξέρει τέλεια να κάνει. Στο «Surveillance», αν και σου τραβάει την προσοχή το χαρακτηριστικό beat του Sam Fogarino, μπορεί και να πατήσεις skip μετά τα 2 λεπτά, καθότι είναι μια ιδέα χιλιοπαιγμένη από τους Interpol, ήδη από το «Αntics» (2004). Το «Party’s Over» με τα, μόνα στο album, εξαιρετικά φωνητικά του Banks –θυμίζουν λίγο τον Damon Albarn- και την εμβατηριακή ατμόσφαιρα από τα τύμπανα αποτελεί την τελευταία αχτίδα φωτός πριν το κλείσιμο του δίσκου.
Αν και στο τέλος οι Interpol λένε «It Probably Matters», το αποτέλεσμα του κομματιού και του δίσκου συνολικότερα τους διαψεύδει. Η κυκλοθυμική θέληση για συγκράτηση των ήδη κεκτημένων σε συνδυασμό με τον αέρα αλλαγής, στον οποίο μας είχαν συνηθίσει, δεν πετυχαίνει τα αναμενόμενα. Το στοίχημα των Interpol, ενώ μπαίνουν αργά στην τρίτη δεκαετία του αιώνα μας, είναι να διατηρήσουν τη φρεσκάδα των πρώτων τους κυκλοφοριών σε συνδυασμό με τη θέληση να φέρουν τα πάνω κάτω, χαρακτηριστικό τους από το 2010 και μετά.