Πώς μπορείς να ξορκίσεις το «θανάσιμο» συνδυασμό Κυριακίλας με 25η Μαρτίου; Η απάντηση έρχεται με ένα live. Ένα πολύ καλό live. Πράγμα που έγινε κιόλας. Βρέθηκα λοιπόν στο Piraeus 117 Academy για να δω με ανυπομονησία αφενός τους Tribulation, για τους οποίους δεν μπορώ να κρύψω το θαυμασμό μου, μιας και το “Down Below” αποτελεί έναν από τους αγαπημένους μου δίσκους πλέον και αφετέρου για τους Insomnium, τους οποίους επίσης θα έβλεπα πρώτη φορά αλλά δεν ήμουν αρκετά γνώριμη με τη μουσική τους. Shame! *Dliing*
Ανταπόκριση: Ειρήνη Κοντογιάννη / Φωτογραφίες: Δέσποινα Σταματάκη (περισσότερες εδώ)
Η έναρξη της συναυλιακής βραδιάς έγινε από τους Caelestia, οι οποίοι αντιμετώπισαν έναν από τους χειρότερους εφιάλτες για μια μπάντα: τεχνικά προβλήματα. Και μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε να τεθεί υπό συζήτηση ακόμα και η ακύρωση της εμφάνισής τους. Δυστυχώς συμβαίνουν κι αυτά, όμως το γεγονός ότι αποφάσισαν να συνεχίσουν ακόμα και υπό τέτοιες συνθήκες αποτέλεσε μια γενναία απόφαση. Μέχρι λοιπόν, να τους πετύχουμε κάποια άλλη φορά live για να έχουμε μια εμπεριστατωμένη εικόνα για τα παιδιά, θα ρίξουμε μερικές αυτιές στην πρόσφατη ενδιαφέρουσα κυκλοφορία τους, με τίτλο “Thanatopsis”.
Από τη στιγμή λοιπόν, που τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα περίμενε κανείς, δεν είχαν ζεσταθεί τα αυτιά μας για να υποδεχτούμε τους Tribulation. Παρ ’όλα αυτά, με το που πήραν τις θέσεις τους πάνω στη σκηνή και ήχησε το “Lady Death” άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μας μια από τις ωραιότερες live εμφανίσεις που έχω δει προσωπικά. Οι Σουηδοί ήταν άψογοι. Κατά τα συνολική διάρκεια της εμφάνισής τους δεν υπήρξε στιγμή να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους. Τόσο από άποψη τεχνικής όσο και αισθητικής, η performance τους ήταν χάρμα οφθαλμών και αυτιών. Η σταθερότητα στα εκπληκτικά φωνητικά του Johannes Andersson ήταν άξια θαυμασμού, την ώρα που ο υπέροχος Jonathan Hulten αλώνιζε σαν αερικό τη σκηνή, χορεύοντας και δίνοντας τον προσωπικό του τόνο σε αυτή την εμφάνιση. Απολαυστικοί, τόσο στο να τους βλέπεις όσο και να ακούς τις μελωδίες τους, σου μετέδιδαν το πάθος τους και ήταν αδιανόητο να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους.
Επιπλέον, ο φωτισμός στις αποχρώσεις του πράσινου και του μπλε, σε συνδυασμό με το εικαστικό background πάνω στη σκηνή, σε έβαζε απευθείας μέσα στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής αισθητικής των Σουηδών. Εάν λοιπόν, οι προσδοκίες μου ήταν μεγάλες δεδομένου του κολλήματος που έχω φάει το τελευταίο διάστημα με το συγκρότημα αυτό, το γεγονός ότι τις ξεπέρασαν με το παραπάνω, μιλάει από μόνο του. Πιστεύω ότι μετά από αυτή την αψεγάδιαστη εμφάνιση κέρδισαν αρκετό κόσμο και σαφέστατα αναμένουμε για τη συναυλιακή επιστροφή τους στη χώρα μας.
Μπορεί κατά τη διάρκεια του set των Σουηδών, η ανταπόκριση να ήταν χλιαρή στην αρχή, ωστόσο όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο ένθερμη γινόταν η αντίδρασή του κόσμου. Έτσι, μολονότι ένιωθες ήδη χορτασμένος από αυτή την εμφάνιση, η ώρα περνούσε και είχε φτάσει πλέον η στιγμή να δούμε τι έχουν να μας παρουσιάσουν οι Insomnium. Με το που πάτησαν το πόδι τους στη σκηνή, ύψωσαν τις γροθιές τους στον αέρα παρακινώντας το κοινό να τους ακολουθήσει σε αυτό το επικό –όπως θα αποδεικνυόταν μετέπειτα- live. Ο χώρος ζωντάνεψε για τα καλά και αμέσως χαθήκαμε μέσα στη δίνη του “Winter’s Gate”. Η τελευταία κυκλοφορία των Φινλανδών έχει λάβει πολύ καλές κριτικές, δεν θα ‘λεγες όμως ότι σε έχουν αφήσει και ποτέ παραπονεμένο, αφού η μία κυκλοφορία είναι καλύτερη από την άλλη.
Απολαύσαμε λοιπόν, το 40λεπτο κομμάτι και μετά από μια σύντομη παύση, οι Insomnium επέστρεψαν στη σκηνή με το “Primeval Dark” + “While We Sleep” στα καπάκια, και το φινλανδικό γλέντι άναψε για τα καλά. Τι να πρωτοπείς, πραγματικά. Για το θεριό behind the kit που τα σάρωνε όλα; Για τον unbelievably good Niilo Sevanen, με τα φωνητικά του να δυναμιτίζει το χώρο; Για τον χρυσομαλλούσο Markus Vanhala, που όταν δεν «όργωνε» τη σκηνή και εκτελούσε τα απολαυστικά του solos, επιδιδόταν σε ανελέητο bromance μαζί με τον Jani Liimatainen; Ο οποίος Jani, που βρισκόταν από την άλλη πλευρά της σκηνής, ερμήνευε τόσο ωραία τα καθαρά του. Γενικά όμως, τόσο η ενέργεια από τα μέλη της μπάντας όσο και η φανερά καλή διάθεσή τους ήταν αναπόφευκτα μεταδοτικές.
Τελικά, είπαν να μας αποχαιρετήσουν με ένα από τα καλύτερα τους τραγούδια, το “Promethean Song” αλλά δεν είχε τέτοια. Πάλι πίσω στη σκηνή, και αφού συμβουλεύτηκαν και το κοινό, ο οριστικός αποχαιρετισμός έγινε με το “Only One Who Waits”. Αποθέωση και τα λοιπά, και κάπως έτσι, η παναθλιοτάτη αυτή ημέρα εξελίχθηκε σε ό,τι καλύτερο έχω δει live εδώ και πολύ πολύ καιρό.