Idles. Από τους κύριους υπεύθυνους ή/και υποκινητές, ενός σύγχρονου κινήματος, αναφορικά με την ιστορία της punk, που αλλάζει σελίδα στα δεδομένα της, συνδέεται πιο βαθιά με την Τέχνη και ανοίγει την οπτική της χρήσης και των διαμορφώσεων της punk -αλλά και του ορισμού της- στο μουσικό γίγνεσθαι. Επιστροφή λοιπόν στη χαρά, as an act of resistance.
Συγκεκριμένα: Από τη glam-rock δανείζονται την εσάνς της ευημερίας, από το mainstream την καθαρότητα του ήχου. Ενώ διατηρούν punk ύφος/οδηγό για το ρυθμικό section, ‘εκπαιδεύεται’ η έκφραση, ‘μαλακώνει’ η συμπεριφορά (φωνητικά και παικτικά), προστίθενται τα elegant και smooth στο ‘smart & clean’ μανιφέστο. Συμπληρωματικά, ντύνονται χρωματιστά και επιλέγουν να επικοινωνούν, να ξεσηκώνουν και να εναντιώνονται μέσω της αγάπης (η λέξη love εμφανίζεται 29 φορές στο εν λόγω album).
Κάπως έτσι οι Βρετανοί, με ανορθόδοξους τρόπους, έξυπνα, ανακατεύουν την punk με τα χορευτικά, groovy και ταξιδιάρικα disco beats. Σε αυτόν, τον πέμπτο τους δίσκο “TANGK” που μόλις κυκλοφόρησε, μέσα από τις aren’t at all like that διαστάσεις που απλώνονται μουσικά, αλλοίμονο να έμεναν σταθεροί και προσκολλημένοι σε ταμπέλες, φόρμες και νόρμες. Ιδέα 01: Πιάνο.
Η αντίδραση στη μοναρχία, δηλώνεται στο “Gift Horse”. Ιππεύοντας μεν το σχήμα, αλλά επιτρέποντας ανατροπές. Ποιητικά εκτελείται η σημασία του να χαίρομαι με τη χαρά του άλλου στο ”Pop Pop Pop”, scratches και love, love, love. “Dancer”, σαν φόρος τιμής στον χορό και στην ευφορία που μας διέπει μέσω αυτού, με additional φωνητικά από τους L.C.D. Soundsystem. “Grace”, ένας Afrobeat kind of αποδομημένος (σε ένα 80’ s drum machine) ύμνος, στην αγάπη, ‘All is love. Love is all’.
Τονικά, ξεχωριστά λεπτεπίλεπτη η ερμηνεία του Joe Talbot στο “Roy”, ανατριχιάζει. Με πολύ ενδιαφέρον θα blues-άρει για το τέλος touching το “Monolith” και το χαρισματικό, μονότονο μοτίβο του, λιώνοντας στο σαξόφωνο της λήξης. Επιπλέον, Jon Beavis στα τύμπανα, Adam Devonshire στο μπάσο, Lee Kieman στην rhythm quitar. Mark Bowen σε lead quitar, electronics, keyboards και στην (συν)παραγωγή του album, άξια λόγου για το αποτέλεσμα του όγκου του ήχου του συνόλου μα και του όγκου μεμονωμένα που πιάνει το κάθε όργανο, σαν ξέχωρος και ολοκληρωμένος αναγνωρίσιμος χώρος που δημιουργεί σε συνάρτηση με και μέσα στον συνολικό χώρο της δημιουργίας. Εγκρίνω.