Ιούνιος του 2017, ξεκίνημα εξεταστικής, αρχή καλοκαιριού και σε ένα διάλειμμα διαβάσματος πέφτω πάνω στο single που ακούει στο όνομα Mother. Ένας τύπος με ροζ κοστούμι σπάει με οργή πορσελάνινα φλιτζανάκια μπροστά από μια φωτογραφία μιας γυναίκας, που λογικά θα ήταν το πρόσωπο μια μητέρας και τραγουδά-φωνάζει MOTHER FUCKER. Η αντίδραση μου σε αυτό που μόλις είχα ακούσει και δει, ήταν να το επαναλάβω άλλες 3 φορές για να καταλάβω αν μου αρέσει ή όχι. Αυτή είναι η αρχή της δικής μου ιστορίας αγάπης με το συγκρότημα από το Bristol, που 4 χρόνια μετά μόνο να δυναμώνει ξέρει και ας ελπίσουμε να συνεχίσει κατά αυτόν τον τρόπο.
Το Brutalism είναι το ντεμπούτο album των Idles που κυκλοφόρησε σαν σήμερα, το 2017. Το 2017 χωρίς να το γνωρίζουμε έγινε η χρονιά που η εργατική τάξη απέκτησε μια νέα φωνή, η χρονιά που ξεκινά το «φαινόμενο» των Idles, επιτυγχάνοντας κάτι που ονειρευόμασταν καιρό: ΝΑ ΤΟΥΣ ΔΟΥΜΕ ΕΛΛΑΔΑ (ακόμη περιμένουμε). Στο Brutalism οι Idles απλά έχουν πατήσει το γκάζι στο τέρμα και αυτό βγαίνει προς τα έξω θα λέγαμε. Κατόρθωσαν χωρίς να εισάγουν τίποτα καινούριο, καμία ιδιαίτερη καινοτομία ούτε μουσικά ούτε θεματικά, να ξεκινήσουν μια νέα γενιά μουσικών, που μαζί με άλλα ονόματα μνημονεύονται ως επιρροές πλέον σε καινούριους καλλιτέχνες. Σύμφωνα με τους ίδιους δεν ανήκουν σε κάποια συγκεκριμένη μουσική κατηγορία, παρά μόνο στο κίνημα του μετα-μεταμοντερνισμού!
Ξεροί και στεγνοί στίχοι, χωρίς φανφάρες που φτύνονται από το στόμα του Joe Talbot, κιθάρες, μπάσο και ντραμς που απλά τα σπάνε και τι να πει κανείς και για τη σκηνική παρουσία. Από τον ύμνο-μανιφέστο φεμινισμού Mother, ποτισμένο με το μίσος για τον συντηρητισμό των Tories (My mother worked 17 hours 7 days a week / The best way to scare a Tory is to read and get rich), στην κατάρρευση του συστήματος υγείας της Αγγλίας στο Divide & Conquer, στην προσωπική κατάρρευση και εξαθλίωση του ίδιου, όταν πάλευε με τις καταχρήσεις στο Rachel Khoo, είναι μόνο κάποια από τα θέματα τα οποία προβάλλονται, πάντα όμως υπό το πρίσμα του χαμού της μητέρας του Joe.
Οργή, θυμός, μίσος, ειρωνεία, παθιασμένο post-punk, ένας μανιασμένος θορυβώδης μουσικός οργασμός και μια πηγαία ειλικρίνεια. Για πολλούς το καλύτερο album τους, για μένα εκείνο το album που έχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Ένα συγκρότημα που πλέον πολλοί αγαπάνε να μισούνε, ένα συγκρότημα που δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες κοινότητες που ενώνει ανθρώπους από όλον τον κόσμο. Ένας ασφαλής «χώρος» που δεν υπάρχει η έννοια του μίσους, της κοροϊδίας και του φόβου. Υπάρχει μόνο αγάπη, διότι ALL IS LOVE.