Οι Honeybadger αντιπροσωπεύουν το παράδειγμα μιας μπάντας που διανύει μια σταθερή πορεία στα πλαίσια της εγχώριας σκηνής. Μέχρι την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους, Pleasure Delayer, είχαν φροντίσει να μας προσφέρουν μια επίγευση του ηχητικού τoυς κράματος με το πρώτο τους EP The Rain, καθώς αρκετές φορές μοιράστηκαν το stage με σημαντικά εγχώρια συγκροτήματα κι άρχισαν να εδραιώνουν την ταυτότητά τους, στο χώρο του desert rock. Το ντεμπούτο τους που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2020 υπό το label της Made of Stone Recordings, καταφθάνει σαν ωδή στην ακουστική του αφοσιωμένου θιασώτη της heavy desert rock, εκείνου που θα τρέξει στα live με σκοπό να το ζήσει και να εκτονωθεί ψυχικά, κάτι που στη σύγχρονη καθημερινότητα, όλοι το έχουμε ανάγκη.
Το άλμπουμ ξεκινά και καταλήγει δυναμικά και μπόσικα, δομημένο από εκρηκτικά, fuzzy ξεσπάσματα που παντρεύονται ιδανικά με ογκώδη drums, φωνητικά αλά-Clutch και ατέλειωτα riffs. Το momentum του δίσκου στοιχειοθετείται από τον παραπάνω συγκερασμό και γίνεται ήδη γνώριμο στον ακροατή από το εναρκτήριο κιόλας κομμάτι Τhe Wolf, το οποίο ξεπροβάλλει ορμητικό και γκρουβάτο.
Το μοτίβο παραμένει σταθερό καθώς διατρέχουμε τα υπόλοιπα κομμάτια του άλμπουμ με στιγμές κορύφωσης και ύφεσης σε καθένα από αυτά ξεχωριστά που κρατά τον πιστό φαν του είδους σε ένα διαρκές ψυχικό ανασήκωμα. Ξεχωρίζει το Crazy Ride με ένα αργόσυρτο δραματικό ξεκίνημα μπάσου και drumming, έως ότου εμφανιστούν δυναμικά κιθαριστικά ριφάκια, ενώ σε όλη του τη δομή παρατηρούμε έντονη επιρροή από Nightstalker, σε μια ωραία παραλλαγή. Τα Through Hell και Truth in The Lie εγκωμιάζουν το μεγαλείο των Clutch μέσα από δυναμικές συνθέσεις και ωμά φωνητικά. Το άλμπουμ παρουσιάζεται μεστό και ολοκληρωμένο στο σύνολό του, εξειδικευμένο και προσανατολισμένο ακριβώς στο στοιχείο του, το heavy rock, μέσα από μια άρτια παραγωγή του Άλεξ Μπόλπαση και mastering του Nick Townsend.
Αν πρέπει να παραδεχθούμε κάτι για τους Honeybadger, αυτό είναι πως έχουν κατορθώσει να αφήσουν το στίγμα τους στον εγχώριο μουσικό χάρτη του σκληρού ήχου, ωστόσο ένας δίσκος απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό το ηχητικό κράμα, εγείρει το ερώτημα αν μπορεί να κατακτήσει μια αρκετά καλή θέση στις σύγχρονες μουσικές προτιμήσεις και τάσεις, ερώτημα το οποίο θα μπορούσε να απαντηθεί με μια μελλοντική μουσική δημιουργία κινούμενη σε ένα πιο ευρύ ηχητικό πλαίσιο.