Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως από κάποια μαγική σύμπτωση(;) τα πιο “hot” (αν και ο καθένας εκλαμβάνει τον όρο διαφορετικά) acts του τριημέρου, ήταν μαζεμένα στα δύο Main Stages της τελευταίας –και φαρμακερής- μέρας του Hellfest Open Air 2016. Πιο αποφασισμένοι από ποτέ και με τους Black Sabbath κυκλωμένους γύρω στις 10 φορές στο ημερήσιο πρόγραμμα, χαράξαμε και πάλι τον δρόμο μας προς τις αχανείς πεδιάδες του Clisson.
Aνταπόκριση: Δημήτρης Κότσης & Αναστασία Παπαδάκη
Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Οι The Skull του Eric Wagner (πάλαι πότε τραγουδιστή των Trouble) έσυραν για εμάς τον χωρό της τρίτης ημέρας, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το υλικό τους ακούγεται πολύ κοντά στο μεταλλίζον doom των Trouble και αυτό δεν μας κάνει καθόλου εντύπωση. Η μπάντα αποδίδει σε υψηλά επίπεδα και ο Wagner πολύ λίγο έχει χάσει από την τραγουδιστική αίγλη του παρελθόντος. Αν ο Kyle Thomas δεν ήταν επίσης τόσο μεγάλος τραγουδιστής, νομίζω πως θα παρακαλούσαμε για reunion μετά από αυτή την εμφάνιση. Κερασάκι στην τούρτα, οι διασκευές / επανεκτελέσεις στα “End of my Daze” και “The Tempter” των προαναφερθέντων, προς τέρψη των υπογραφόντων αλλά και μεγάλου μέρους του λιγοστού ακόμα κοινού του Altar Stage, που εν αντιθέσει με όλες τις προηγούμενες φορές, ήταν αφιερωμένο στον doom και ατμοσφαιρικό metal ήχο για την συγκεκριμένη ημέρα.
Οι No One Is Innocent είναι οι Rage Against The Machine της Γαλλίας, ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων. Ντυμένοι με χακί, σαν σε μία στρατιωτική μανιέρα, οι Γαλλόφωνοι punk rockers έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από το κοινό του Mainstage Ι, μην καταφέρνοντας όμως –όπως άλλωστε και οι Mass Hysteria δυο ημέρες πριν- να μας “πουν” κάτι το ιδιαίτερο. Φαίνεται πως στην Γαλλία αγαπούν το μονότονο, μα πολύ περισσότερο το εγχώριο και το Γαλλόφωνο. Food for thought.
Mainstage II και είχε έρθει η ώρα της Tarja, που, ή κάτι πήγε στραβά με τη δική μας ψυχολογία την ώρα του set της ή απλά δεν ήταν η μέρα της. Σε αντίθεση με την ανατριχίλα που μας προκάλεσε η ερμηνεία της με τους Within Temptation την προηγούμενη ημέρα του festival, στη δικό της show η Φινλανδή soprano φάνηκε να έδινε περισσότερη σημασία στη σκηνική της παρουσία, προσπαθώντας να ξεσηκώσει το κοινό που σιγά σιγά έπιανε θέση για να απολαύσει τους Gojira. Προφανώς και δε μετανιώσαμε που επιλέξαμε να τη δούμε, αλλά μιας κι έχει ανεβάσει από μόνη της τον πήχη τόσο ψηλά, περιμέναμε κάτι περισσότερο από εκείνη.
Οι Gojira, αν και στο ίδιο μοτίβο υποδοχής του κόσμου, με τους δύο προαναφερθέντες local heroes, γέμισαν δικαιωματικά την αρένα του Mainstage I και με μικρό μελανό σημείο τον σχετικά μέτριο ήχο που σε στιγμές έκανε τη φωνή να χάνεται, μας παρέδωσαν μία από τις πιο καθηλωτικές εμφανίσεις του τριημέρου. Το setlist τους ήταν μοιρασμένο ανάμεσα σε όλες τις κυκλοφορίες τους και οι ίδιοι χωρίς πολλά φαντεζί, παρουσίασαν ένα άρτιο show που μας κράτησε με το βλέμα καρφωμένο στη σκηνή και που έκανε το κοινό να παραληρεί σε κάθε διάλειμμα ανάμεσα στα τραγούδια. Είναι γεγονός πως οι Gojira είναι ένα από τα μεγάλα σχήματα του καιρού μας, γεγονός που αποδεικνύει η διαρκώς αυξάνουσα δημοτικότητά τους, ενώ το ιδιοφυές songwriting τους που ακροβατεί κάπου μεταξύ μινιμαλισμού και prog αισθητικής είναι αναμφίβολα ένα από τα χαρακτηριστικά που θα τους κάνει να ξεχωρίσουν και στη συνέχεια. Το ευχάριστο διάλειμμα με το “Happy Birthday” στον drummer του σχήματος Mario Duplantier, το οποίο ακολούθησε ένα εντυπωσιακό drum solo από τον ίδιο, επισφράγισαν μία συναυλία που θα μας μείνει αξέχαστη. Εύγε!
Το setlist των τιμιότατων power metallers Blind Guardian, πήρε τα πάνω του κοντά στο πέρας της 50λεπτης εμφάνισής τους, με τα “Valhalla”, “The Bard’s Song” και -φυσικά- το εμβληματικό “Mirror Mirror” να μας θυμίζουν γιατί αυτή η μπάντα θεωρείται ιστορική στον χώρο της. Αρτιότατες εκτελέσεις από τους Γερμανούς με τον ικανότατο Hansi Kürsch να αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως είναι ένας από τους σπουδαιότερους τραγουδιστές της γενιάς τους και του ύφους που οι Blind Guardian πρεσβεύουν. Αψεγάδιαστοι.
Oι Amon Amarth, αν και ποτέ δε μας ενθουσίασαν, οφείλουμε να ομολήσουμε πως επί σκηνής είναι αρκετά ψαρωτικοί. Ωστόσο από κάποιο σημείο και μετά μπορείς να τους αποκαλέσεις εύκολα και λίγο… γραφικούς – βοηθάνε άλλωστε και τα κέρατα-ποτήρια που έχουν κρεμασμένα στη μέση τους για να πίνουν το ποτό τους! Οι Σουηδοί, με μπροστάρη τον ψηλό Viking Johan Hegg, σήμαναν την έναρξη του set τους με το “The Pursuit of Vikings” και δεν άργησαν να πάρουν το γαλλικό κοινό με το μέρος τους, το οποίο δώσ’του stage show και πυροτεχνήματα και το κέρδισες! Σε γενικές γράμμες, οι Amon Amarth μας κράτησαν μια καλή παρέα για 50 λεπτά και μας προετοίμασαν κατάλληλα για τη συνέχεια.
Οι Slayer είναι ακόμη η μεγάλη μπάντα που αγαπήσαμε, όμως θα λέγαμε με μικρή επιφύλαξη -έχοντάς τους παρακολουθήσει ζωντανά αρκετές φορές- πως η εμφάνισή τους εκείνο το βράδυ, δεν ήταν από τις καλύτερές τους. Μικρή σημασία έχει βέβαια αυτό, όταν ύμνοι όπως τα “Disciple”, “War Ensemble”, “Mandatory Suicide”, “South of Heaven”, “Dead Skin Mask”, “Raining Blood” και “Angel of Death” ηχούν από τα ηχεία και μπροστά σου ξεδιπλώνεται άλλο ένα μεγάλο κομμάτι της μεταλλικής ιστορίας και ειδικότερα αυτής του ακραίου χώρου. Όπως κι ο Rob Zombie λέει στο “Decline of the Western Civilization”: “Δεν έχω γνωρίσει ακόμη τον τύπο του ανθρώπου που λέει ‘Άκουγα παλιά metal, μα πλέον το ξεπέρασα’. Έχω γνωρίσει τον τύπο του ανθρώπου που έχει χαράξει το λογότυπο των Slayer στη σάρκα του”. Απλά και όμορφα: SSSSLLLLAAAAYYYYEEEERRRRRRR!!!
Οι Rival Sons είναι οι νέοι Led Zeppelin. Τελεία και παύλα. Από την εισαγωγή με το παιχνιδιάρικο “Electric Man”, μέχρι και το πέρας της εμφάνισής τους, οι Αμερικανοί ήταν ότι πιο κοντά στην τελειότητα μπορεί να προσφέρει το retro rock revival. Πειθαρχημένοι μέχρι αηδίας και με συμμάχους στην εμποτισμένη από την κουλτούρα των Zeps μουσική τους, το λασπωμένο Hammond και την φωνάρα του Jay Buchanan σε επίπεδα στουντιακής ηχογράφησης, οι Rival Sons ξεσήκωσαν το Valley Stage με χαρακτηριστική ευκολία, κατατάσοντας το show τους σε ένα από τα κορυφαία που παρακολουθήσαμε φέτος. Αν οι εν λόγω κύριοι δεν καταλήξουν σε κάποια φάση να γεμίζουν γήπεδα, θα ξέρουμε πως κάτι πήγε στραβά. Μπαντάρα.
Αν και γνωρίζαμε πως προσεχώς θα τους παρακολουθούσαμε και στην συναυλία τους στην Αθήνα, δεν μπορούσαμε να χάσουμε την ευκαιρία να δούμε τους Megadeth σε ένα τέτοιο stage υψηλών προδιαγραφών και όπως φάνηκε, πράξαμε ορθά. Με τη σκηνή λοιπόν να έχει αναβαθμιστεί με ένα βιομηχανικό design και δύο υπερμεγέθεις οθόνες να αναπαράγουν οπτικό υλικό σχετικό με το εκάστοτε τραγούδι, οι ανανεωμένοι Megadeth (δυστυχώς χωρίς τον Chris Adler πίσω από το drumkit, που μάλιστα τελευταίες δηλώσεις του Mustaine τον θέλουν να αποτελεί παρελθόν από τη μπάντα, αλλά με τον πολυπράγμων Dirk Verbeuren σε αυτό το πόστο) έδειξαν γιατί ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της metal ιστορίας. Τι κι αν ο Dave Mustaine δυσκολεύεται στις πιο “υψίφωνές” στιγμές του, με αποτέλεσμα να πέφτει σε ένταση, οι Καλιφορνέζοι heavy / thrash metallers παρέδωσαν για άλλη μια φορά μαθήματα τεχνικής και χεβιμεταλικής κατάρτισης με ένα setlist βγαλμένο από τα πιο τρελά όνειρα. Το αφιερωμένο στον προσφάτως εκλιπόντα Nick Menza, “Tornado of Souls”, πρόσφερε άλλη μια στιγμή συγκίνησης ενώ ως περαιτέρω απόδειξη των γλωσσικών και επικοινωνιακών δυσκολιών που συναντά κανείς στην όμορφη Γαλλία, στο refrain του “A Tout Le Monde” ακούσαμε ένα από τα πιο δυνατά sing alongs του τριημέρου.
Η υπερπαραγωγή που ακούει στο όνομα Ghost, πήρε την θέση της στο Main Stage II. Ήταν η τρίτη φορά που τους βλέπαμε και γνωρίζαμε πως η συνταγή είναι λίγο πολύ γνωστή: Σκηνή τροποποιημένη σαν εσωτερικό καθεδρικού ναού και ένα από τα πιο καλοστημένα και ταυτόχρονα έξυπνα acts της σημερινής μεταλλικής πραγματικότητας να εκτελεί με ακρίβεια και θρησκευτική προσήλωση (pun intended) το ιδιαίτερο υλικό του, για το οποίο πολλά έχουν ειπωθεί κατά καιρούς. Είναι γεγονός πως οι Ghost είναι μια love-or-hate κατάσταση. Εμείς, ανήκοντας στην πρώτη κατηγορία, συνειδητοποιημένοι ως προς το γεγονός πως δεν είναι εύκολο να ταυτιστείς με αυτό που οι Σουηδοί πρεσβεύουν, αλλά ούτε και δύσκολο να απολαύσεις τα υψηλής ποιότητας shows που προσφέρουν, περάσαμε 60 από τα πιο όμορφα λεπτά που μας χάρισε το τριήμερο του φετινού Hellfest. Δεν έλειψαν φυσικά και τα έξυπνα “παιχνίδια”, στα οποία κατά καιρούς οι εν λόγω κύριοι επιδίδονται, με τις Sisters of Sin (μία ομάδα από καλόγριες που ο Papa Emeritus III κάλεσε στη σκηνή για την εκτέλεση του “Body And Blood”) να μοιράζουν προφυλακτικά με το λογότυπο των Ghost στον κόσμο, τον Papa Emeritus IΙΙ να πετάει στον κόσμο χαρτονομίσματα των 666 δολαρίων με το πρόσωπό του στην θέση της προτομής, αλλά και το grand finale με μια τεράστια παιδική χορωδία να συνοδεύει την μπάντα στο “Monstrance Clock”, ανοίγοντας για τα καλά την όρεξη για το κυρίως πιάτο της βραδιάς. Οι Ghost δεν παίζουν συναυλίες, παρουσιάζουν ένα υπερθέαμα το οποίο αξίζει να δεις και κατά την ταπεινή άποψη του υπογράφοντος, το πρόσφατο “Meliora” τους καταξιώνει ως το σημαντικότερο ανερχόμενο metal act των ημερών μας.
Ότι και να πούμε για την εμφάνιση των Black Sabbath εκείνο το βράδυ θα ακουστεί λίγο. Η ιστορική σημασία της πραγματικά υπερβαίνει οποιαδήποτε μουσική πραγματικότητα ζήσαμε. “The End” tour λοιπόν και τα μάτια γεμίζουν δάκρυα. Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΕΡΗ heavy metal μπάντα, αυτή που πρακτικά εφήυρε τον όρο, πραγματοποιούσε ένα από τα τελευταία shows της κι εμείς είμασταν εκεί, μικροί μπροστά στην απεραντοσύνη τους, αλλά ωστόσο αποτελώντας ένα μέρος της ιστορίας. Ο Tony Iommi πραγματικός ογκόλιθος, ο Geezer Butler στον κόσμο του να “τσαλακώνει” το τετράχορδό του με τα percussive riffs του και ένας Ozzy, σίγουρα όχι βγαλμένος από το παρελθόν, αλλά υπερκινητικός και ταυτόχρονα συμπαγής, επικοινωνιακός, να δείχνει πως ζει την κάθε στιγμή. Τι κι αν τα στοναρίσματα και οι παραφωνίες έδιναν και έπαιρναν στις πιο “υψίφωνες” τραγουδιστικές στιγμές του, ο παππούς είναι αυτός που είναι, τον αγαπάμε γι’ αυτό και ούτε η έσχατη καριέρα του ως τιβί περσόνα δεν θα σταθεί ικανή να αλλοιώσει κάτι τέτοιο. Η επιλογή του Tommy Clufetos (Ozzy Osbourne, Ted Nugent, Alice Cooper, Rob Zombie) για την θέση πίσω από το drum kit σίγουρα αποτέλεσε κίνηση-κλειδί σε αυτό που παρακολουθήσαμε. Ο Αμερικανός τυμπανιστής απλά κατέστρεψε το set του (μια φορά παίζεις με Sabbath αφού) παραδίδοντας το πιο “δυνατό” ντραμιστικό performance του τριημέρου και φέρνοντας στον νου στιγμές από τους Ward και Bohnam του ένδοξου παρελθόντος. Το setlist ονειρικό, με τα “Black Sabbath” και “Paranoid” albums να έχουν φυσικά την τιμητική τους, το bass solo του “N.I.B.” να λιώνει τον εγκέφαλό μας, λίγα λεπτά πριν το drum solo του “Rat Salad” τον κόψει σε πολλά μικρά μικρά κομματάκια και το επικό τελείωμα με τα “Children of the Grave” (σε σίγουρα καλύτερη φωνητική εκτέλεση από αυτήν του 2005 στο Terra Vibe) και “Paranoid” (το καλύτερο χειρότερο τραγούδι της ιστορίας) να κλείνει το μεγαλύτερο κεφάλαιο της σύγχρονης μουσικής ιστορίας. Υπερβολές; Μπορεί. Πρέπει όμως κανείς να είναι παρών, για να νιώσει την βαρύτητα της στιγμής και να αφήσει να τον συνεπάρει, σε ένα μαγευτικό μεταλλικό σύμπαν. Αυτό των Black Sabbath. R.I.P. metal fathers.
Με τα κεφάλια ζαλισμένα, και με τον χώρο των δύο Main Stages σιγά-σιγά να εκκενώνεται, αφήνοντας χώρο για τους –όπως φάνηκε- λίγους κι εκλεκτούς οπαδούς του King Diamond, φάγαμε μια ηχηρή σφαλιάρα στην έναρξη του setlist με τα “Welcome Home”, “Sleepless Nights”, “Halloween”, “Eye of the Witch” αλλά και τα “Melissa” και “Come to the Sabbath” των Mercyful Fate να δονούν την ηλεκτρισμένη από την εμφάνιση των Sabbath, ατμόσφαιρα του Hellfest, που πλέον είχε μπει για τα καλά σε ρυθμούς αντίστροφης μέτρησης, για να περάσει μια για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ο Βασιλιάς και η μπάντα του απέδιδαν σε πολύ υψηλά επίπεδα, ως είθισται και –όπως και στην περίπτωση των ξεκάθαρα επηρεασμένων από εκείνον, Ghost- παρέδιδαν ένα ολοκληρωμένο show με θεατρικές ερμηνείες, σε ένα πανέμορφα στημένο stage που άλλωστε τους συνοδεύει σε όλη την διάρκεια της “Abigail” περιοδείας. Ω ναι! Η εκτέλεση του “Abigail” album στην ολότητά του, που ακολούθησε, έριξε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυλαία στο festival της καρδιάς μας, κάνοντάς μας ήδη να πραγματοποιούμε τις πρώτες υποθέσεις για το line-up της επόμενης edition. Και του χρόνου εκεί…; Θα δείξει!
Ευχαριστούμε για τις στιγμές Hellfest!
Είδαμε στα κλεφτά: Dragonforce, Unsane, Katatonia και Refused. Οι δύο πρώτοι δεν μας κράτησαν καθόλου, ενώ μακάρι να είχαμε περισσότερο χρόνο να απολαύσουμε τους δύο τελευταίους.
Διαβάστε την ανταπόκριση της της πρώτης ημέρας ακολουθόντας αυτό το link και της δεύτερης ημέρας εδώ.