Η αλήθεια είναι ότι με εξαίρεση το Σάββατο, στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας, έζησα μία εμπειρία μεταξύ Wacken και Hellfest. Δύο μπάντες την Πέμπτη, τρεις την Παρασκευή και τελικά επίσης τρεις την Κυριακή. Αν εξαιρέσουμε την φωνή μου που βράχνιασε κι άλλο (ναι είναι εφικτό), έναν πόνο στον αυχένα, δεν μπορώ να πω ότι πέρασα άσχημα, το αντίθετο μάλιστα.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος (περισσότερες εδώ)
Η Κυριακή λοιπόν ήταν σημειωμένη από καιρό στο καλεντάρι μου, καθώς οι παιδικοί έρωτες δύσκολα ξεπερνιούνται. Ο λόγος φυσικά οι Σουηδοί HammerFall που για τρίτη φορά επέστρεφαν στην χώρα μας, από δίπλα τους οι Refuge και οι Armored Dawn. Ας μην ξεκινήσουμε όμως από τους παρόντες της βραδιάς αλλά από τους απόντες, τους Blazon Stone. Τι ακριβώς έγινε λοιπόν με τους Σουηδούς “πειρατές”, ο Ced είχε κάποιο γραφειοκρατικό μπλέξιμο με το διαβατήριο του, το οποίο δεν τον άφησε να ταξιδέψει στην χώρα μας (φυσικά δεν υπάρχει καμία ευθύνη από την διοργάνωση), με αποτέλεσμα η μπάντα να ακυρώσει την εμφάνιση της. Όμως σε μία από της καλύτερες χειρονομίες μεταμέλειας, υποσχέθηκε να στείλει εντελώς δωρεάν (και τα μεταφορικά δικά τους), σε όποιον του στείλει φωτογραφία με το εισιτήριο του ένα αντίτυπο από την ερχόμενη κυκλοφορία τους.
Πάμε όμως και στους παρόντες. Πρώτοι πάτησαν την σκηνή οι Armored Dawn (βραζιλιάνικο σχήμα, ο τραγουδιστής είναι και πλαστικός χειρουργός) και σιγά σιγά ο κόσμος ακούγοντας τις μελωδίες τους άρχισε να χτυπιέται ή να χαζεύει αριστερά και δεξιά. Αρχικά τα προβλήματα τους στον ήχο είχαν σχεδόν “φιμώσει” τον τραγουδιστή. Ιδιαίτερη εντύπωση ο πληκτράς Rafael Agostino, που μια ήταν στα πλήκτρα μία στην σκαλισμένη στο χέρι κιθάρα του. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε όταν μοιράστηκαν το stage με τον “δικό μας” Βλάση Κατσαούνη από τους Fallen Arise. Με το τραγούδι “Willian Fly” με ελληνικούς και αγγλικούς στίχους, η παρουσία του Βλάση ήταν άκρως εντυπωσιακή όπως μόνο εκείνος ξέρει να ξεσηκώνει το κοινό. Πάντως την παρουσία τους στην χώρα μας νομίζω ότι θα την ξεχάσουμε σύντομα. Επίσης ας πει κάποιος στον τραγουδιστή ότι δεν έχει αίσθηση του χιούμορ.
Σκυτάλη πήρε η αρχική τριάδα των Rage, που είναι υπεύθυνη για την αρχική περίοδό 1988-1993 (μέχρι και το “Missing Link” δηλαδή), Refuge. Αν και λίγοι στο αριθμό, ήταν κάτι παραπάνω από επαρκείς επί το έργον, καθώς το τρίο Chris Efthimiadis (τύμπανα) – Manni Schmidt (κιθάρα) – Peter “Peavy” Wagner (μπάσο – φωνή) ήταν πολύ ορεξάτο άρτιο εκτελεστικά και οριακά vintage. Επικοινωνιακοί και με attitude μεγάλου group, καθήλωσαν το κοινό στην περίπου μία και μίση ώρα που βρέθηκαν κάτω από τα φώτα. Το μόνο που ίσως αφήνει μία πικρή γεύση, είναι γιατί δεν ήρθαν νωρίτερα…
Αφού λοιπόν σερβιρίστηκαν τα ορεκτικά, ας περάσουμε και στο κυρίως πιάτο, τους HammerFall. Αρχικά να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι ο πλέον αντικειμενικός με το εν λόγω συγκρότημα (είπαμε για τους παιδικούς έρωτες), αλλά αν πω ότι απέδειξαν με τον πλέον εμφατικό τρόπο γιατί θεωρούνται μία από τις καλύτερες (αν όχι η καλύτερη) μπάντες της γενιάς τους, δεν νομίζω να είμαι υπερβολικός. Ας του δούμε όμως μεμονωμένα, αρχικά ο Cans, εντυπωσιακός όσο δεν πάει από άποψη perfomance, μουσικά δεν έχασε νότα, ούτε για πλάκα. Επίσης έδειξε πως γίνεται η δουλειά του frontman, επικοινωνιακός, με χιούμορ και όλα στο βαθμό που πρέπει. Αν έπρεπε να τον χαρακτηρίσω με μία λέξη, ΤΕΛΕΙΟΣ. Πάμε τώρα να δούμε και τον αρχηγό Oscar Dronjak, επίσης αλάνθαστος στην κιθάρα, είτε αυτή ήταν flying V είτε είχε σχήμα σφυρί, χαμογελούσε καθ’ όλη την διάρκεια του show δείχνοντας να απολαμβάνει κάθε στιγμή του show. O έτερος κιθαρίστας Pontus Norgren, πέραν του τρομερού solo που μας χάρισε ήταν επίσης αψεγάδιαστος, ενώ το ρυθμικό δίδυμο, τύμπανα – μπάσο, αποτελούμενο από τους David Wallin και Fredrik Larsson αντιστοίχως, κατόρθωσε να μην επισκιαστεί σε καμία στιγμή. Σαν σύνολο, ο ήχος τους συγκρίνεται μόνο με κολοσσούς της σκηνής, η σκηνική τους παρουσία δουλεμένη λεπτομερέστατα και το setlist τους καλοστημένο με κομμάτια από όλες σχεδόν τις δουλειές τους. Βέβαια έχουν ευθύνη για την μεγαλύτερη απουσία της βραδιάς (ναι, δεν ήταν αυτή των Blazon Stone τελικά) του ανυπέρβλητου “Glory to thre Brave”.
Συνοψίζοντας, όσοι βρεθήκαμε το της βράδυ Κυριακής στο Piraeus 117 Academy, ζήσαμε ένα live που θα το μνημονεύουμε για χρόνια, κυρίως για την απόδοση των headliners, μόνο μελανό σημείο η χαμηλή προσέλευση, τηρουμένων των αναλογιών. Ελπίζω στο επόμενο μεγάλο live, η παρουσία του κοινού να είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος.
Follow the signs of the Crimson Thunder