H χαρακτηριστική frontwoman των Paramore, γνωστή σε μια “τσιτωμένη” γενιά των millennials, με το emo-pop attitude και την ιδιαίτερη της περσόνα να ξεχωρίζει μέσα από την ταυτότητα του pop-punk συγκροτήματος, με το οποίο έχουμε ταυτιστεί όλοι σε κάποιες φάσεις της εφηβείας μας, ίσως και μετέπειτα, ανοίγει τώρα ένα νέο κεφάλαιο στον προσωπικό της ορίζοντα, παρουσιάζοντας μας την πρώτη της ολοκληρωμένη μουσική τριλογία, που κυκλοφόρησε σαν τρία διακριτά EP κάτω από το label της Atlantic Records.
Κι εδώ, καθώς ξεδιπλώνεται το “Petals For Armor”, συναντούμε μια Haley ορμητική, έτοιμη να συμβουλεύσει τον εαυτό της μέσα απ’ τους στίχους της, σε μια διαρκή μεταξύ τους συνομιλία. Η πορεία του album, το οποίο συνολικά αποτελείται από δεκαπέντε κομμάτια (πέντε σε κάθε μέρος του), σχηματίζεται ως η αυθόρμητη αποκάλυψη μιας ρομαντικής θηλυκότητας, όπου η γυναικεία φύση ξετυλίγεται σε κάθε πτυχή του, μέσα από εύηχες, παιχνιδιάρικες pop συνθέσεις και συνάμα κυριαρχεί η παρουσία των αινιγματικών, βαθύπνοων φωνητικών της Williams που συντροφεύονται κατάλληλα από drums sessions και ενδιαφέρουσες κιθαριστικές μίξεις.
Mε την υπογραφή στην παραγωγή του κιθαρίστα των Paramore, Taylor York, αλλά και και σε ένα σημαντικό μέρος του co-writing του Joey Howard, touring μπασίστα του σχήματος, η αίσθηση ότι ένα άρτιο προσωπικό project έχει μπολιαστεί με το στίγμα της προσωπικότητας της μπάντας, μπορεί ναι μεν να υποβόσκει, αλλά το συμπέρασμα έρχεται να μας αντικρούσει, καθώς στο άκουσμά του, το solo αυτό album “φωνάζει” την εξύψωση της Haley, ως μια αυτόνομη, pop καλλιτέχνης, που δείχνει να ξέρει πολύ καλά πως λειτουργεί η γοητεία της μέσα στη μουσική της και πως να ανταποκρίνεται πιασάρικα στο σύγχρονο hype του είδους. Το εναρκτήριο “Simmer”, αντιπροσωπεύει το γενικό ύφος όλου του εγχειρήματος, μέσα από μια ανάμειξη jazzy μπασογραμμών, αισθητών χορδών και drums που απελευθερώνονται εκεί που δεν το περιμένεις. Και ο τόνος της φωνής της, όμως διατρέχει ταιριαστά όλα τα κομμάτια, καθώς περνά εξαιρετικά “τακτοποιημένα” από την ηπιότητα στο ξέσπασμα.
Στην πραγματικότητα, η Haley μέσα από αυτόν τον δίσκο, δημιουργεί, προωθεί και αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Πηγή έμπνευσης αποτέλεσε, όπως η ίδια έχει δηλώσει μια ψυχολογική θεραπεία που ονοματίζεται EMDR, στην οποία ζητείται από τον θεραπευόμενο να ανακαλέσει δυσάρεστες εικόνες, επεξεργάζοντας την εμπειρία του μέσω της αισθητηριακής εισόδου σε αυτήν, καθώς καθοδηγείται από τον θεραπευτή. Παρακολουθώντας το video clip του “Cinnamon”, βλέπουμε οντότητες να ξεφυτρώνουν με την υπόσταση των κουφωμάτων του σπιτιού, του πατώματος ή το λευκό χρώμα της μπανιέρας, προσπαθώντας να έρθουν σε επαφή μαζί της, όσο η ίδια παλεύει να ξεφύγει. Στο αισθαντικό “Roses/Lotus/Violet/Iris” η ίδια συγκρούεται ξανά με τις σκέψεις της οι οποίες εξωτερικεύονται και φτάνουν στ’ αυτιά μας σαν ένα αργόσυρτο βάλσαμο, από ψιθύρους “I am in a garden/Tending to my own/So what do I care/And what do you care, if I grow?”. Από την άλλη το “Leave It Alone”, ένα από τα πρώτα ηχογραφημένα κομμάτια του δίσκου αντιμετωπίζει τη σκληρότητα και την ειρωνεία της απώλειας με απίστευτη σαφήνεια: “If you know how to love/Best prepare to grieve”, καθώς ο θρηνώδης τόνος μαζί με τα χαμηλού επιπέδου βιολιά στο instrumentation, σκηνοθετούν ένα post rock ύφος. Όταν η Williams επιζητά να απελευθερωθεί καλλιτεχνικά και πνευματικά, προβάλλεται μέσα από την ευθύτητα του “Dead Horse” ή το R&B chorus του “Over It”. Ολόκληρη η εξέλιξη ενός album που σε παρακινεί να κλείσεις τα μάτια σου, να χαθείς σε σκέψεις και να χορέψεις.
Αν και η δύναμη του “Petals For Armor”, προέρχεται από τις συνθετικές του πολυπλοκότητες, ενίοτε παρατηρούνται αδύναμα σημεία όσον αφορά το στιχουργικό υπόβαθρο, που μοιάζει πιο τετραγωνισμένο. Η Haley φλερτάρει με τον πειραματισμό, κρατώντας ωστόσο μια απόσταση ασφαλείας. Οι έντονες μεταστροφές στη διάθεση καθώς περνούμε, από κομμάτια που κάνουν λόγο για την οργή, την αμφισβήτηση και την απώλεια, σε εκείνα που εγκωμιάζουν τη φιλία και τον αισθησιασμό της αγάπης, τόσο στιχουργικά όσο και μελωδικά ίσως αποπροσανατολίζουν σε ένα βαθμό και παρεκκλίνουν απ’ το να παρέχουν μια ολοκληρωμένη, αλυσιδωτή ακουστική εμπειρία. Στην αναζήτησή της για εσωτερική γαλήνη κι αποδοχή η Williams μας παρουσιάζει ένα έξυπνα συνδεδεμένο house, trip-hop πόνημα, το οποίο παντρεύεται ιδανικά με synth pop χρωματισμούς και αμφιθυμικά φωνητικά, κατορθώνοντας να “ζωντανέψει” έντονα τις καθημερινές, ρουτινιάρικες στιγμές μας, ωστόσο ταυτόχρονα εγείρεται ο προβληματισμός γύρω από το εάν αυτό το album αποδίδει ιδανικά κι εξ’ ολοκλήρου το προσωπικό της ταλέντο. Συνολικά όμως, δε μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι κάθε του ακρόαση παρουσιάζεται όλο και πιο ελκυστική.