H Michelle Gurevich, γνωστή και με το παλιό της stage name “Chinawoman”, είναι μια ιδιαίτερη φιγούρα που κατάφερε από την αρχή να δημιουργήσει ένα δικό της μουσικό είδος και να καθιερωθεί με ένα αφοσιωμένο κοινό, αποτελούμενο από τους ανατολικοευρωπαίους της διασποράς και την queer σκηνή του Βερολίνου, που την αγαπά ιδιαίτερα.
Το κοινό της, φυσικά, δεν έχει τυχαία αυτήν την ταυτότητα. Με καταβολές και κληρονομιά από τη Ρωσία, η μουσική της περιλαμβάνει τη μελαγχολία και το θράσος που χρειάζεται για να συνδυάσει ένα ετερόκλιτο κοινό, αυτό των ανθρώπων της διασποράς και της απελευθερωμένης και τολμηρής μουσικής σκηνής του Βερολίνου, η οποία πάντα αγκάλιαζε πιο γρήγορα τα underdogs και τις underground μορφές αυτού του χώρου.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η Gurevich ξεκίνησε να ασχολείται με πάθος με το σινεμά, με το οποίο μάλιστα ασχολήθηκε για 10 χρόνια ως παραγωγός. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε ότι «είναι πιο φθηνό και πιο εύκολο να πάρεις ένα καλό αποτέλεσμα γράφοντας ένα τραγούδι». Η ευθύτητα αυτής της δήλωσης την ακολούθησε και στη μουσική της πορεία. Οι στίχοι της είναι μελαγχολικοί, αλλά όχι ονειροπόλοι. Έχουν έναν κυνισμό, χωρίς να τους λείπει ο ρομαντισμός. Αυτές οι αντιθέσεις την έκαναν σταδιακά αγαπητή σε όλον τον κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα, αφού δεν είχαμε ξανασυναντήσει αυτό το είδος μπαλάντας, η οποία μπορεί να γίνει γροθιά στο στομάχι με τους στίχους της.
Η μουσική της μοιάζει να είναι βγαλμένη από μια άλλη εποχή, θυμίζοντας πολλές φορές ένα μελαγχολικό τάνγκο ή ένα τραγούδι που γράφτηκε κομμένο και ραμμένο για να ακουστεί σε κάποιο υπόγειο μπαρ του Βερολίνου. Η ίδια φαίνεται να έχει επηρεαστεί εμφανώς από τις συλλογές των Σοβιετικών και Ευρωπαϊκών δίσκων της δεκαετίας του ’70, με τους οποίους ήρθε σε επαφή χάρη στους γονείς της. Κόρη μιας μπαλαρίνας των μπαλέτων Κίροφ και ενός μηχανικού από το Λένινγκραντ, φέρει τη βαριά ιστορία που την ακολουθεί. Τα κομμάτια της σε πρώτο επίπεδο αφορούν τον έρωτα και την απώλεια, τις πληγές που δημιουργούνται και τη ματαιότητα – πολλές φορές – των σχέσεων. Αν κάποιος κοιτάξει λίγο καλύτερα, θα δει ότι είναι βαθιά πολιτικοποιημένη, γι’αυτό και αντιμετωπίζει ακόμα και τις σχέσεις με έναν λυρικό κυνισμό.
Το Ελληνικό κοινό και τα μπαρ της Αθήνας τη γνώρισαν και την αγάπησαν από το πολυπαιγμένο Party Girl, από το ομώνυμο άλμπουμ του 2007. Αυτό το κομμάτι ήρθε και κούμπωσε στις καρδιές όσων δεν είμαστε καθόλου party gals, αφού αποτελεί καυστική ειρωνεία για τον κόσμο στα πάρτυ, την υποκρισία του ότι όλοι πρέπει να περνάμε καλά και να το δείχνουμε, να πείσουμε τους εαυτούς μας και τα social media. Αν και κυκλοφόρησε το 2007 που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν κυριαρχούσαν ακόμα, το κομμάτι είναι τρομερά επίκαιρο, γι’αυτό και παραμένει ένα από τα αγαπημένα της Gurevich. Life of a party girl, Funny girl, Make you laugh, Want me bad, Now I feel so much better. Η συνεχής ανάγκη να πάρουμε επιβεβαίωση από τους άλλους, στο τέλος θα μας κάνει να χάσουμε τον εαυτό μας.
Από το ίδιο άλμπουμ ξεχωρίζω το Lovers are Strangers, ένα κομμάτι που πρέπει να έγραψε σε φάση απόλυτης ερωτικής απογοήτευσης, αφού καυτηριάζει ότι αργά ή γρήγορα οι σχέσεις φθείρονται και, εν τέλει, τι είναι αυτό που μένει; Βαθιά συναισθηματικό και συνειδητοποιημένο.
Το επόμενο άλμπουμ της, το Show Me the Face, που κυκλοφόρησε το 2010, είναι ίσως το πιο αδύναμο της μέχρι σήμερα. Έχει κάποιες δυνατές στιγμές, όπως το ομώνυμο κομμάτι αλλά και το Drawn To You, που είναι και το πρώτο. Εδώ βλέπουμε να κλειδώνουν οι μουσικές τις επιλογές, αφού προτιμά να χρησιμοποιεί σχεδόν πάντα τα synth έγχορδα και το κλιμακώμενα έντονο beat, που συνοδεύει τα κουπλέ προς το τέλος τους. Με τον τρίτο κατά σειρά δίσκο, το Let’s Part in Style, επιστρέφει με αιχμηρό στίχο και μερικά από τα καλύτερα κομμάτια της. Ανοιχτά gay η ίδια, ζει με τη σύντροφο της, με την οποία έχουν και ένα παιδί και ποτέ δεν φοβήθηκε να εκφραστεί και να γράψει γι’αυτό σε κάθε της άλμπουμ. Με το Woman is Still a Woman, επιβεβαιώνει ότι έχει guts και χιούμορ, όλα αυτά μαζί με μια αισθαντική φωνή που κάνει το κομμάτι μοναδικό. Δύο κομμάτια πριν το τέλος, το Blue Eyes Unchanged που είναι και ένα από τα αγαπημένα μου, ένα μελαγχολικό και πανέμορφο κομμάτι για τον χρόνο που περνάει.
Στα δύο επόμενα άλμπουμ, το New Decadence και το Exciting Times, φαίνεται ότι η Gurevich είχε τρομερή έμπνευση. Ξεχωρίζουν τα Dance While You Can, First Six Months of Love, αλλά και το προκλητικό Drugs Saved My Life, που δεν είναι μόνο κατ’επίφαση edgy. Οι στίχοι, κατά πάσα πιθανότητα αυτοβιογραφικοί όπως τα περισσότερα από τα κομμάτια της, μιλάνε για το βάσανο του να είσαι νηφάλιος. Ναι, το είπε!
Το τελευταίο άλμπουμ πριν τα singles που κυκλοφόρησε, γεννήθηκε εν μέσω πανδημίας – ή τουλάχιστον, τότε έφτασε σε εμάς – με τίτλο Ecstasy in the Shadow of Ecstasy και αποτελεί και τον κύριο λόγο του Ευρωπαϊκού της τουρ, που έχει ήδη ξεκινήσει. Το Temptation με το αγχώδες beat έχει ένα ρεφρέν που σου κολλάει στο μυαλό, ενώ το Love from a Distance κινείται σε πιο μελαγχολικά μονοπάτια, σε αυτά που μας είχε συνηθίσει. Με αυτό το άλμπουμ δίνει την εντύπωση ότι φωνητικά είναι στα καλύτερα της, οι συναισθηματικές διακυμάνσεις είναι μεγαλύτερες και η ίδια πιο ώριμη. Καταπιάνεται με τη φιλία, τον πόθο, και δρόμους που δεν πήραμε ποτέ.
Επειδή ξεκινήσαμε με τη Ρωσική καταγωγή της Gurevich, πρέπει οπωσδήποτε να γίνει ειδική αναφορά στο single Goodbye My Dictator. Προφανώς επηρεασμένη και φορτισμένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία, το κομμάτι κυκλοφόρησε λίγο μετά την εισβολή. Καλώς εννοούμενο θράσος, στίχοι που σε χτυπάνε σαν κεραυνός και κριτική στη Ρωσική εισβολή με κοφτερή γλώσσα. Όλα αυτά ντυμένα με έναν vintage καταθλιπτικό ήχο. Ευχαριστούμε, κάποιος έπρεπε να το κάνει.
Η αγαπημένη Gurevich θα επιστρέψει στην Αθήνα φέτος, μετά από 4 χρόνια απουσίας λόγω της πανδημίας, την Πέμπτη 18 Μαΐου στο Fuzz Club,σε παραγωγή της United We Fly. Όσοι έχουμε πάει σε κάποιο live της θα ξέρουμε καλά ότι πρόκειται περισσότερο για μυσταγωγία. Θα είμαστε εκεί, για να ταξιδέψουμε και να γίνουμε κομμάτι αυτού του «ντεκαντάνς» ύφους, που τόσο αγαπήσαμε. Είναι μια ευκαιρία και για όσους δεν την έχουν ξαναδεί, να ταξιδέψουν νοητά μέχρι κάποιο υγρό και σκοτεινό μαγαζί του Βερολίνου. See you there!