Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε, η επικείμενη συναυλία των Guns N’ Roses είχε προκαλέσει ντελίριο ενθουσιασμού στους χιλιάδες fans του συγκροτήματος. Παράλληλα όμως είχε προκαλέσει και μια ανείπωτη γκρίνια άνευ προηγουμένου από κόσμο που δεν γούσταρε την μπάντα. Για τον Axl, για την τιμή του εισιτηρίου, για το μέγεθος της μπάντας συγκριτικά με άλλες, για ό,τι μπορεί να φανταστεί ο καθένας. Οι GnR άλλωστε, παρά το status τους, ήταν μια μπάντα που πάντα έβρισκε τρόπο να διχάσει το κοινό. Και 5 μήνες μετά την ανακοίνωση, κάτω από τον αμείλικτο ήλιο του Σαββάτου στο ΟΑΚΑ, είχε έρθει επιτέλους η ώρα της κρίσης.
Ανταπόκριση: Σπύρος Ζαρμπαλάς / Φωτογραφίες: Guns N’ Roses
Οι The Last Internationale είχαν εξαρχής έναν δύσκολο ρόλο. Όταν στις υπόλοιπες πόλεις του ευρωπαϊκού σκέλους της περιοδείας το άνοιγμα του live έκαναν οι Pretenders και οι Generation Sex, κάπως μας είχε κακοφανεί που εμείς θα έχουμε στην θέση αυτή μια σχετικά άσημη μπάντα. Η Delila Paz όμως ανέβηκε γενναία μόνη της στην σκηνή του ΟΑΚΑ, μπροστά στον ανυπόμονο κόσμο (είχε καθυστερήσει ακόμα μισή ώρα όλο το πρόγραμμα της βραδιάς) και με τη μία έδειξε τις προθέσεις της μπάντας να κερδίσει αυτό το στοίχημα.

Παρότι η εκρηκτική frontwoman ήταν η κινητήρια δύναμη της μπάντας, τα υπόλοιπα μέλη την πλαισίωναν άριστα παίζοντας ένα μείγμα rock & roll και blues rock, με διάχυτες 70’s επιρροές. Ο καθαρός και «αιχμηρός» ήχος κολάκευε την μπάντα, από την οποία προσωπικά ξεχώρισα το “Soul on Fire” με το πολύ όμορφο piano intro και το “1984”, αν και νομίζω ότι στον ρόλο που διατελούσαν στην βραδιά, τα πολλά jams κούρασαν λίγο. Στο τέλος της εμφάνισής τους η Delila κατέβηκε στο διάζωμα, βούτηξε στο κοινό και συνέχισε το show της από εκεί ενθουσιάζοντας όσους είχαν πιάσει από νωρίς θέση στο κάγκελο.

21:00 η ώρα, τα φώτα χαμηλώνουν, ξεκινούν τα visuals στις οθόνες και οι πρώτες νότες του “It’s So Easy” ξεσηκώνουν το γεμάτο πλέον ΟΑΚΑ! Ο ενθουσιασμός για την έναρξη της συναυλίας κάλυψε τα αρκετά θέματα που υπήρχαν στο κομμάτι, (στα οποία θα επανέλθω αργότερα) και πριν το καταλάβουμε είχαμε ήδη περάσει στο “Bad Obsession” από την Illusions Era. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε πως ο Slash θα ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς, όπως και τελικά έγινε. Δεν ξέρω αν έπαιξαν ρόλο τα γενέθλιά του (στο τέλος του ευχήθηκε σε μια αξέχαστη στιγμή όλο το γήπεδο), αλλά η αύρα που έβγαζε χωρίς καν να προσπαθεί, σε συνδυασμό με το άψογο tone και παίξιμο παρά τα κιλά ιδρώτα, τον έφερναν συνεχώς στο προσκήνιο. Δυστυχώς δεν συνέβη το ίδιο και στο ηχητικό μιξ, μιας και αν εξαιρέσουμε τα solos τα έγχορδα ήταν αρκετά θαμμένα, ειδικά όταν υπήρχαν φωνητικά. Κρίμα γιατί σε τέτοιο είδος, σε τέτοια μπάντα, ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ να έχουν τα riffs σαφώς πιο σημαντικό ρόλο από το να αποτελούν απλά το «χαλί». Από την άλλη πλευρά, ο Duff McKagan ήταν όπως πάντα η επιτομή του coolness, αλλά έμοιαζε αρκετά κουρασμένος/διαδικαστικός σε σχέση με τα standards του.

To φοβερό “Slither” από την συνύπαρξη των δυο τους στους Velvet Revolver έδωσε την θέση του στο “Pretty Tied Up” του Izzy, την θέση του οποίου στην μπάντα έχει εδώ και 20+ ο κύριος Richard Fortus. Ο “4tus” ήταν άψογος στον ρόλο του τόσο κιθαριστικά όσο και σαν σκηνική παρουσία, βγάζοντας πάρα πολλή ενέργεια και το feeling ότι πραγματικά ευχαριστιέται αυτό που κάνει, δένοντας απόλυτα με το σύνολο. Ο πρώτος μεγάλος πανικός της βραδιάς ήρθε ως αναμενόταν στο “Welcome to the Jungle”, με μια πολύ αξιόλογη εκτέλεση από τον Axl ο οποίος όλη την βραδιά προσπαθούσε τα μέγιστα, τρέχοντας πέρα δώθε, επικοινωνώντας με τον κόσμο άψογα αλλά φωνητικά φαινόταν να αδικεί τον εαυτό του, σαν από εγωισμό να μην «προστατεύει» την απόδοσή του όπου και όποτε χρειαζόταν. Τα περισσότερα κομμάτια του σετ φαινόταν να τα «έχει» σε πολύ καλό βαθμό, ειδικά αν ήταν τραγουδιστικά στο μεσαίο του range, αλλά όσα είχαν δύσκολες ανάσες ή έπρεπε να πάει πολύ ψηλά ήταν πολύ πολύ αδύναμα. Κανείς δεν περίμενε προφανώς να είναι ο ίδιος μετά από 30 χρόνια, αλλά με μια πιο σωστή επιλογή στο setlist ή αφήνοντας να δεχτεί περισσότερη βοήθεια από Duff & Melissa Reese, δεν θα είχαμε τα μελανά του σημεία όπως στο “Rocket Queen” για παράδειγμα, που νομίζω όλοι θα προτιμούσαν να βγει από το σετ αντί να το ακούσουμε έτσι.

Μιλώντας για setlist, για το δικό μου γούστο ήταν ίσως το καλύτερο που θα μπορούσαμε να ζητήσουμε. Οι ευχάριστες εκπλήξεις από δικά τους κομμάτια ήταν πολλές (βλέπε “Reckless Life”) αλλά και οι διασκευές ήταν άψογα επιλεγμένες, με το “TV Eye” με τον Duff στα lead vocals να παρασέρνει ακόμα και όσους δεν το γνώριζαν. Βέβαια, πολλά, πάρα πολλά κομμάτια φαινόταν να μην γνωρίζει το κοινό, αφού όπως είναι λογικό σε τόσο μεγάλα live μια μεγάλη πλειοψηφία είχε έρθει για τα hits. Αλλά το να κοιτάς γύρω σου στο “Mr. Brownstone” και να βλέπεις παγωμάρα ήταν πολύ περίεργο συναίσθημα όπως και να έχει. Η συναυλία αποκτούσε τελείως άλλη δυναμική σε κάθε “Knockin’ on Heaven’s Door” & “Sweet Child of Mine” με την συμμετοχή του κόσμου, ενώ η κορυφαία στιγμή της βραδιάς ήταν η εκτέλεση του μαγικού “November Rain”, με την απογείωση στα αλλεπάλληλα guitar solos του Slash.
Tρεις ώρες και πάνω από 25 κομμάτια μετά, το “Paradise City” σφράγισε ένα πολύ μεγάλο live για τα ελληνικά δεδομένα με τον καλύτερο τρόπο. Οι μεγάλοι σε ηλικία είδαν μια μπάντα που δεν περίμεναν ότι θα ξαναδούν, οι μικρότεροι μια μπάντα που θεωρούσαν άπιαστο όνειρο, και όλα αυτά πριν ο χρόνος τους μετατρέψει σε σκιά του παλιού τους εαυτού. Για αυτές τις 3 ώρες, στην σκηνή είδαμε τους Guns N’ Roses όπως θα έπρεπε να είναι το 2023.
