Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου | Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης
Σάββατο απογευματόβραδο, 12 Ιούνη. Με αρκετή φόρα κατέφθασα στην Τεχνόπολη, όπως ακριβώς πρόσταζε ο τίτλος του film που θα προβάλλονταν απόψε. Αν και δεν το είχα συνειδητά σχεδιασμένο, η λαχτάρα για τον γυρισμό του ήχου στα μεγάλα ηχεία και στα κλασικά σημεία-χώρους όπου διεξάγονται τα event/live, ήταν παραπάνω από αρκετή για να με παρασύρει. Η εικόνα βέβαια όταν έφτασα στο φεστιβάλ, ήταν πλήρως απογοητευτική, αφού ο κόσμος που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα ήταν ελάχιστος σε σχέση με αυτόν που περίμενα να αντικρίσω. Η σχεδόν κανονικότητα της διοργάνωσης όμως, έδινε ευτυχώς, τους απαραίτητους τόνους αισιοδοξίας, ή έστω, τα κατάλληλα χαμόγελα για να τσουγκρίσουμε στο όνομα της επιστροφής, της μουσικής ελευθερίας μας. Για όσο κρατήσει, εμείς θα την υμνήσουμε.
Παρά τον περίεργο περιορισμό λόγω των συνθηκών, οι Bazooka διέθεταν όλη την ενέργεια, το πείσμα και τη θέληση που χρειάζονταν για να μας ανατρέψουν το συναίσθημα. Από το πρώτο “Κενό”, μπήκαν δυναμικά στην σκηνή για να μας θυμίσουν και για να θυμηθούν, πώς ήταν/είναι, η κανονικότητα. Δεν μας πήρε πάνω από 5 λεπτά για να γκρεμίσουμε το διάστημα του χαμένου ενάμιση χρόνου (;) και να χαρούμε την στιγμή. Πάντα γούσταρα τις γέφυρες των κομματιών τους, εκεί όπου τα beat που δημιουργούν τα τύμπανα, ξεχνούν για λίγο την punk λαχτάρα τους και οδηγούν σε ψυχεδελικά riff και μπάσα groove-αρίσματα. “Η Δική Σου Η Σειρά” κουμπώνει εύκολα και στο rock’ n’ roll, που επίσης εκπροσωπούν, όταν υπάρχει πόνος ή αποκάλυψη. Η φωνή πατάει πολύ σωστά στις υψηλές νότες, δημιουργεί ευχάριστες στριγκλιές και συμπληρωματικούς ευφυείς και σύντομους ήχους-εφέ. Επιτρέψτε μου να επιμείνω όμως, πως θέλει ακόμη λίγη προσπάθεια, προσοχή και σοβαρότητα στα «κοροϊδευτικά» και αφηγηματικά της μέρη, όταν από πίσω η μουσική που πηγάζει από το σύνολό τους, δεν χάνει στο ελάχιστο το εξελιγμένο τέμπο της.

“Θέλω Φύση” αν και dream-pop, επιθετικό, ειδικά όταν ζωντανά μου ακούγεται ακόμη καλύτερο, αφού διατηρεί μίμους ήχων και πτηνών, λαρυγγισμούς σαν σατανικά γελάκια, σφυρίγματα και ηχώ-επιστροφές που συγχωνεύονται με τα ένστικτα και την αρχέγονη γνώση. “Ζούγκλα” το αγαπημένο μου ύφος, παρόμοιου ρυθμού και χροιάς, είναι αυτό που εγώ θα αποκαλούσα πρότυπο παιξίματος και ερμηνείας στο είδος, από τα κρυφά κρουστά μέχρι το ξύλινο scratch και το weird, woodstock-ικό feeling. Όσο για τις κοινωνικοπολιτικές τους εκρήξεις, χρησιμοποιούν τον κλασικό punk ρυθμό, με πρόσθετα τεχνάσματα, όπως τον κινηματογραφικό, αστυνομικής σύνδεσης παλμό,“Φυλακή”, ή την παροξυσμική αηδία στην έκφραση, “Άχρηστη Γενιά”. Ο επιπλέον θυμός, που σκεπάζει η μελωδία, κοπανάει στο μπάσο και στην “Οθόνη” για το τέλος. Αν κάτι θα άλλαζα-αντάλλαζα, όπως ορθά σχολίασε ο φίλος μου Δ., θα ήταν κάποια από τα κομμάτια του setlist (απ’ αυτά που δεν ανέφερα στο κείμενο), με το “Εξαϋλώσου”, ας πούμε. Μολονότι πάντως, της υποχρεωτικής καθιστικής παρακολούθησης, τα πόδια και τα σβέρκα μας, ανταποκρίθηκαν αβίαστα στον σκοπό που ακολουθούν.
Κι αφού τα φώτα της ημέρας έχουν πέσει πια, σειρά έχει το panel του αφιερώματος, στον Νίκο Τριανταφυλλίδη, την περσόνα πίσω από το Gagarin 205, αλλά και πίσω από τον Πήγασο των Εξαρχείων. Ένας καταγραφέας της μουσικής σκηνής, ένας ευθύς, απόλυτος, ευγενής κριτικός-δημοσιογράφος, ένας μάχιμος διοργανωτής συναυλιών, Λονδρέζος-Πόντιος-Αθηναίος, που κομπάρσος κανενός δεν επρόκειτο να γίνει. Με καλεσμένο τον Momus, σπουδαία επιρροή του Jarvis Cocker και φιγούρα καλλιτεχνικής φιλίας και δημιουργικής συνεργασίας για τον Νίκο Τριανταφυλλίδη, τόσο όσο και ο Blaine L. Reininger, όπου τον ευγνωμονεί εξτρά, για την μύησή του στην θεατρική κοινότητα, αλλά και στην μουσική θεατρική προσέγγιση που αυτή περιλαμβάνει. Με ένα επιπλέον ευχαριστώ στην Μαρίνα, για την δική της συνεισφορά σε αυτήν την προσφορά, ο τίτλος της ταινίας-representation των Idles, “Don’t Go Gentle“, επιβλητικά δεσπόζει και ανοιχτά μας προκαλεί. Στον ρόλο του παρουσιαστή, ο ηχολήπτης και μουσικός παραγωγός, Αλέξης Μπόλμπασης.

Από την αρχή, η ειλικρίνεια που κάνει παρέα στο γνωστό, αγνό, αλήτικο, βρετανικό χιούμορ, σου κλείνει το μάτι και γελάς. Άλλωστε ο Joe Talbot, ως κύριος speaker της μπάντας, μας εξηγεί πως δεν σκεφτόταν ποτέ σοβαρά ότι η μουσική μπορούσε να αλλάξει τη ζωή του, αλλά αυτό ακριβώς συνέβη. Για το μόνο που νοιαζόταν, ήταν η μπάντα. Επειδή όμως δεν θέλει να μιλάει συνέχεια για τον εαυτό του, παρόλο που αυτό μόλις τον παρακολουθούμε να κάνει, γράφει τους στίχους των κομματιών, σκεπτόμενος να εφεύρει κάτι προοδευτικό. Ακαριαίο, τρομακτικό, χορευτικό και όχι βαρετό. Η αποκάλυψη ήρθε με τον 16χρονο τότε, Jon Beavis, τον καλύτερο drummer που θα μπορούσαν να βρουν. Από τα παρασκήνια στην σκηνή, υπάρχει ένα δέσιμο οικογενειακό μεταξύ των παικτών. Με κύριο συμπαίκτη και lead στην κιθάρα τον Mark Bowen, τον Adam Devonshire στο μπάσο και τον Lee Kiernan στην ρυθμική κιθάρα, η ομάδα πατάει γερά. Μακροπρόθεσμος σεβασμός, πειράγματα, πλαστικά παπάκια στη μπανιέρα, τάξη εναντίον ακαταστασίας, κωλοδάχτυλα, ιδρώτας, fuck off.
Πόλη τους το Bristol, «ο πρωκτός της αισιοδοξίας», όπως μας εξηγούν. Όχι ότι τους πίστεψαν εξ’ αρχής, απλά υπάρχει πολύ ισχυρό το αίσθημα της κοινότητας. Η ιδέα του AF Gang (All Is Love – Idles Community), στηρίζεται σε αυτό το αίσθημα, επιλέγει την ενεργή support πλευρά του group και δεν είναι ένα φάντασμα-κατασκεύασμα. Υπάρχει δηλαδή ακόμη και πνευματική/νοητική υποστήριξη μεταξύ τους, σχεδόν επικοινωνούν μέσα απ’ αυτό. Με το “Brutalism“, καθαίρεσαν τους θανάτους των μανάδων των δύο μελών του σχήματος και διέδωσαν για τα κρατικά, πως ο λόγος που δεν τους νικάμε, είναι επειδή ακριβώς μας λένε πως χάνουμε. Με το “Joy As An Act Of Resistance“, η τιμή μεταφέρεται στην πλευρά του πατέρα, αλλά και της γέννησης. Με άλλο μάτι, άλλο αέρα και με στιγμιότυπα από τα tour του συγκροτήματος, όπου είναι αναμενόμενες οι συγκρίσεις-διαπιστώσεις κουλτούρας και πολιτισμών, κυρίως σε Αγγλία και Αμερική, παραδέχονται πως αν τους κόψεις, το μόνο που θα βρεις μέσα τους, είναι μουσική.

To film το γύρισε φίλος και fan του συγκροτήματος, με τρόπο αυθεντικό, από υλικό μαζεμένο μεταξύ καθημερινότητας, τρόπου ζωής και προσωπικότητάς τους, προσαρμοσμένο σύμφωνα με την αισθητική των video clip και των επιλογών τους. Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι θα ήταν μοναδικό, όπως και αυτοί. Τελικά ο Joe, δεν μιλά για τον εαυτό του, αλλά γι΄αυτά που τον συνέτριψαν και έτσι, μέσα απ’ αυτό, αγαπά τον εαυτό του. ”Just be lovin, open and make fun”. Κρατάμε το tip.