Σαν ψέμα μου ακούγεται. ’Βut I couldn’t get it right’. Παράλληλα, με ιντριγκάρει η ιδέα να παρακολουθήσω αναπάντεχα μία μπάντα (αλήθεια παίζουν ακόμα;) 25χρόνια μετά, όχι μόνο από την κυκλοφορία του “100% Colombian”, αλλά και από τότε που τους είχα δει, στο Cine Kerameikos (όπως μου θύμισε o φίλος Αντρέας), τόσα περίπου είναι, τα χρόνια έκτοτε.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (πλήρες photo report εδώ)
Τότε, πολύς κόσμος, ανομοιογενής σε ακούσματα, pop, hardcore, funk, rap, rock. Μας είχαν κερδίσει με τα τολμηρά για τις εποχές, παντρέματα των ηχoστοιχείων-δανείων-ηχοστολισμών. Κατάφεραν και έσπασαν δηλαδή, τη νόρμα-φαινόμενο της προσήλωσης σε συγκεκριμένο μουσικό ύφος/είδος, προτείνοντας ένα hard grooving funky beat, με μουσικοπειρακτικούς πειραματισμούς, ενωμένο, σαν blend και συγχώνευση. Εφευρετικοί, κομψοί, εκλεπτυσμένοι, αλήτες, κυνικοί και gentlemen.
Τώρα, πολύς κόσμος επίσης, χωρίς ευδιάκριτες μουσικές ταυτότητες, όχι γνώριμα πρόσωπα, αλλά οικεία. 40+ μέσος όρος ηλικίας. Ως νέος στη γνωριμία με τη μπάντα, μάλλον δεν ηχεί το ίδιο η μουσική τους πλέον σκέφτομαι, σε μια εποχή των παντρεμάτων των ειδών. Μετά το “Loco”, αν και συνέχισαν να βγάζουν δίσκους και να περιοδεύουν, σαν κάπως, να έχασα τα ίχνη τους, ή σαν να τα πάγωσα, στο τότε, mini, μουσικό bang, που όντως είχαν προκαλέσει. Ο χώρος του Gazarte, neon-minimal, προσεγμένος, καθαρός, αποπνέει ζωντάνια στην ανυπομονησία όσο η ώρα περνάει τις 22:00.

Ο Brian Leiser ως ηγετικό μέλος, διευθύνει. Παραμένει γοητευτικός στα φωνητικά βάθη του, στα γκρίζα του μαλλιά. Εξαιρετικός στα πλήκτρα, μα και έτοιμος στις εναλλαγές του στο μπάσο, όταν η συνθήκη διψά για rock n’ roll. Κάνει σχόλια και χιούμορ του τύπου “did you join the Marathon? Because we did”, αναφερόμενος στον Μαραθωνοδρόμο και στην επίσκεψή τους στην Ακρόπολη, ξεδιψάει με αλκοόλ στα μικρά breaks, απογειώνεται στην εναλλαγή φυσαρμόνικας-τρομπέτας, όταν το άλλο χέρι επιμένει σταθερό στα keys. Άψογοι και οι μουσικοί που τον πλαισιώνουν, ο μεγαλόσωμος Frank Benbini να σηματοδοτεί τον ρυθμό στα τύμπανα και γεμάτος soul-ιά, επηρεάζει την έκφραση, ενώ χρωματίζει τις μελωδίες παικτικά και φωνητικά. Ο Νaim Cortazzi στην κιθάρα, σολάρει, blues-άρει, latin-ενδυναμώνει την σύνθεση και υποστηρίζει το σχήμα εξίσου με τα backing vocals.

Από το “Up On The Hill” στο “Love Unlimited”, ευλαβικά ακολουθώντας την στουντιακή σειρά του, παίχτηκε εξολοκλήρου το album ώστε να λήξει με το “Fisty Nuts”. Για το encore, εμπιστεύτηκαν το υπέροχο, ομώνυμο “The Fun Lovin’ Criminals” track, σαφέστατα τo “Loco”, διέδωσαν δύο κομμάτια από τον πιο πρόσφατο τους δίσκο και αποχαιρέτησαν, στιγματικά και πάλι, με το σινεματικό “Scooby Snacks”. Long live The F.L.C., αυτό κατοχυρώνω για τους τίτλους τέλους, ως κοινό μας αίσθημα.
