Για πολλά άτομα που ανήκουν εκεί γύρω στα τελειώματα της gen-x γενιάς (συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος) η stoner rock υπήρξε η κύρια δίοδος διαφυγής από τον ρητά οριοθετημένο, μέχρι τα μέσα των 90’s, κόσμο του metal. Από τότε μέχρι σήμερα, από ένα περιθωριακό παρακλάδι του underground που υπήρξε στο ξεκίνημα, εξελίχθηκε σε μια από τις δημοφιλέστερες εκφάνσεις του σκληρού ήχου, και ίσως στη δημοφιλέστερη και από τις πλέον εξαγώγιμες στην πατρίδα μας.
Το ζήτημα με το Stoner Rock είναι ότι σαν ηχητική φόρμουλα, fuzzy Sabbath-ικά riffs συν ψυχεδέλεια, όπως καθιερώθηκε από τους προπάτορες του ιδιώματος Kyuss (οι οποίοι σε συνέντευξη με αφορμή την κυκλοφορία του “Sky Valley” σε σχετική ερώτηση είχαν – χαριτολογώντας – ονοματίσει τον πρωτοφανή τότε ήχο τους “tequila metal”) είναι αρκετά περιοριστική, και τα χαρακτηριστικά τερτίπια που την έκαναν αρχικά τόσο ενδιαφέρουσα, π.χ. groove και αλλαγές tempo, δεν προκαλούν ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα την ίδια συγκίνηση, παρά περισσότερο ακούγονται σαν κλισέ. Έτσι, κάθε μπάντα του χώρου που σέβεται τον εαυτό της και επιθυμεί να μη μηρυκάζει, οφείλει να βρει κάποιο τρόπο να διαφοροποιηθεί είτε από το σωρό, είτε με την πάροδο του χρόνου από το ίδιο της το προϋπάρχον έργο.
Αυτό φάνηκε πως αναγνώρισαν κάποια στιγμή στην πορεία οι Πατρινοί Fuel Eater, κι αν ως πρωτοεμφανιζόμενοι στο προ δεκαετίας ντεμπούτο τους “Centralia” δεν είχαν διαφοροποιηθεί αρκετά από τα stoner πρότυπα, όπως είχαν δηλώσει ήταν ήδη στις προθέσεις τους την επόμενη φορά με το “Siberian Kinship”. Με την εμπειρία μιας δεκαετίας και κάτι στα μπαγκάζια, η τρίτη και φαρμακερή (με την καλή έννοια) είναι η φορά που πραγματικά το πετυχαίνουν με το παραπάνω. Στο “Echoes of Absurdity”, όχι μόνο απομακρύνθηκαν από τη συνήθη sex, drugs ‘n’ muscle cars, κάπως παλιμπαιδιστική εδώ που τα λέμε, θεματική του είδους, προς χάριν ενός concept εμπνευσμένου από το θέατρο του παραλόγου, αλλά ακόμη σημαντικότερο, ηχητικά κινήθηκαν και πέρα από τις μέχρι πρότινος προφανείς επιρροές από Black Sabbath, Kyuss και Alice in Chains, αναζητώντας τη διεύρυνση του ήχου τους προς πιο παραδοσιακά πεδία της metal όπως doom και NWOBHM, και πειραματίστηκαν λοξοκοιτώντας ακόμη και εκτός της Rock χώρους.
Κι αν το proto-grunge (σαν πρώιμοι Alice in Chains) “Of Dust and Lust” που ανοίγει το άλμπουμ ή το groovy stoner “Sen” (που φέρνει προς Monster Magnet) φαντάζουν φυσική μετεξέλιξη του ήχου τους, η μεταμόρφωση γίνεται κατευθείαν αντιληπτή με το που μπαίνουν τα φωνητικά: τα «μπαρουτοκαπνισμένα», τραχειά και macho φωνητικά, σήμα κατατεθέν του ιδιώματος, έχουν δώσει τη θέση τους σε καθαρά και στεντόρεια, αλλά συνεπικουρούμενα από τα δεύτερα χορωδιακά, χωρίς να χάνουν σε μελωδικότητα. Από εκεί και πέρα οι ευχάριστες, ή όχι, ανάλογα με τα γούστα του καθενός εκπλήξεις, είναι σχεδόν συνεχείς. Σαν το ελληνόφωνο, αναφερόμενο στιχουργικά στο ρεμπέτικο “III Noma”, η μόνη πιθανά δυσάρεστη για όσους υποφέρουν από μετά – Ελληνικό Ροκ των τελών των 90’s τραυματικό σοκ – στιγμή. Ή σαν την εντυπωσιακή τετράδα που καλύπτει το δεύτερο μισό του άλμπουμ, στην οποία μοιάζει να συναντάμε μελωδικά και ρυθμικά μοτίβα που κάνουν την επανεμφάνισή τους από κομμάτι σε κομμάτι. Ενότητα που περιλαμβάνει κατά τα άλλα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους κομμάτια, όπως το “The Whisperer”, που ξεκινά σαν ακουστική folk μπαλάντα με βιολί, για να κάνει γέφυρα στο stoner grunge του “Equidistant”, το highlight επικό doom metal “Book of Absurdity”, για να κλείσει με το “Trending on Every Dimension”, που καταφέρνει να χωρέσει σχεδόν όλες τις διαστάσεις που έδειξε η μπάντα στο υπόλοιπο άλμπουμ.
Είναι αμφίβολο αν οι Fuel Eater μπορούν πλέον να παραμείνουν κάτω από την ταμπέλα του Stoner Rock με ένα άλμπουμ σαν το “Echoes of Absurdity”, ή αν θα κάνουν εύκολα νέους φίλους ανάμεσα στους πιουρίστες του ιδιώματος, όμως όποιο μέρος του κοινού του ευρύτερου σκληρού ήχου απλά ενδιαφέρεται για καλή μουσική, δεν μπορεί να μη δει με καλό μάτι την αλματώδη εξέλιξη που επιδεικνύουν.