To crispy indie-folk του Σιάτλ, αναγεννάται μέσα από ένα τέταρτο δισκογραφικό πόνημα γεμάτο φρεσκάδα. Πρόκειται για ένα άλμπουμ στο οποίο οι Fleet Foxes, έχουν ενσωματώσει στοργικά τις ηχητικές ρίζες του μουσικού παρελθόντος τους, με ζωντανά ηχητικά μοτίβα του τώρα.
Αρμονικά πλήκτρα, χαρούμενες, αργόσυρτες πολυφωνίες γεφυρώνονται μέσα από υπαρξιακές ανησυχίες και άγχη, τα οποία εδώ προβάλλονται γλυκά και ήρεμα. Τα στωικά τιτιβίσματα του “Maestranza” σε συνδυασμό με τα πολύχρωμα φωνητικά του “I’m Mot My Season” οδηγούν το άγχος και την ανησυχία του ταλαντούχου Robin Pecknold στην αποδοχή και τη δημιουργικότητα. Οι έντονες κιθαριστικές στιγμές καθώς και οι συνθετικές πολυπλοκότητες του Crack-Up, έχουν πια αντικατασταθεί από απαλές, ταξιδιάρικες μελωδίες, χωρίς καμία προσπάθεια προσφοράς ενός νέου περιτυλίγματος εντυπωσιασμού. Ολόκληρος ο δίσκος προβάλλει έναν εαυτό απογυμνωμένο μέσα στο μουσικό χωροχρόνο της indie των Foxes, με κοινά στηρίγματα και σημεία επαφής, χωρίς ωστόσο να ασπάζεται την κυνικότητα και την ευθύτητα προηγούμενων εγχειρημάτων του συγκροτήματος.
Εδώ, όλα φωτίζονται ακόμη και οι στίχοι του Robin, που αν και διατηρούνται αφαιρετικοί μα πολυσήμαντοι, σε συνδυασμό με το κλίμα που εγκαθιδρύεται μοιάζουν να περιλούζουν τα κομμάτια με μια αίσθηση αισιοδοξίας. Το παράδοξο και ταυτόχρονα ενδιαφέρον με αυτό το πόνημα, είναι πως καθίσταται σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει κάποιο κομμάτι, σε βαθμό που φαντάζει είτε επιτηδευμένη κίνηση ή λογικό αποκύημα της δόμησης στο σύνολο του.
Το smooth ύφος των κομματιών και η αίσθηση ότι αυτά ακούγονται σε κάποιο ραδιόφωνο των 70’s, οι ήπιοι ηχητικοί πειραματισμοί που εμφυσούνται σε απροσδιόριστα σημεία μέσα στην εξέλιξη τους, οι μινιμαλιστικές συνθέσεις και η φωνητική οργάνωση δημιουργούν ένα αποτέλεσμα elegant soft-rock χρωματισμών, ο οποίος δεν επιχειρεί να μας προκαλέσει μήτε να μας εντυπωσιάσει. Στόχος του είναι απλά να υπενθυμίσει την παρουσία του, μέσα σε μια σωρεία σύγχρονων μουσικών δημιουργιών.