Φτάνοντας στο six d.o.g.s και έχοντας συναντήσει το κέντρο σχεδόν ερημωμένο ανησύχησα για την προσέλευση του κόσμου σε μια κυριακάτικη συναυλία ανήμερα της Αποκριάς, ειδικά συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι οι δύο μπάντες που εμφανίζονταν σε καμία περίπτωση δεν συγκαταλέγονται στα “μεγάλα” εγχώρια ονόματα. Ευτυχώς, αν και με κάποια καθυστέρηση γιατί ήμασταν λίγοι όταν ακόμη ξεκινούσε το live, τελικά συγκεντρώθηκε αρκετός κόσμος ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για να αποδώσουν τον καλύτερό τους εαυτό οι μπάντες. Αυτή τη φορά είχα ακούσει τα albums και των δύο σχημάτων που θα εμφανίζονταν, οπότε πίστευα πως είχα καλή ιδέα τι να περιμένω. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως έχοντας βιώσει μόνο τη στουντιακή εκδοχή της μουσικής τους είχα λιγότερες προσδοκίες από αυτές στις οποίες και οι δύο μπάντες είχαν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν.
Ανταπόκριση: Σταύρος Γαρεδάκης / Φωτογραφίες: Δημήτρης Δαλακλής (πλήρες photo report εδώ)
Ξεκινώντας από τους Vegan Mosquitoes που άνοιγαν τη βραδιά, η προπέρσινη κυκλοφορία του “A Beautiful Slaughter” μπορεί μεν να είχε υποπέσει στην αντίληψή μου, όμως ενώ σε καμιά περίπτωση δεν με άφηνε αδιάφορο, ούτε με είχε εντυπωσιάσει τόσο ώστε να κολλήσει στα ηχεία μου για καιρό. Με το που ξεκίνησαν όμως να παίζουν, έγινε σαφές ότι η μουσική τους διαπρέπει στο ζωντανό περιβάλλον. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει από την μία το rhythm section του Δημήτρη και της Μανταλένας, σε μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα, που αναλαμβάνουν το κρίσιμο φορτίο του χαρακτηριστικού groove των Vegan Mosquitoes, που συναγωνίζεται 90’s alternative rock μπάντες σαν τους Ugly Kid Joe χωρίς ευτυχώς να διολισθαίνει τόσο στη funk όσο εκείνοι.

Από την άλλη έχουν την τύχη να διαθέτουν στο πρόσωπο της Μαρτίνας μια τραγουδίστρια που έχει όλα όσα θα ζητούσε κανείς. Αισθαντική, με δυνατή φωνή ώστε πάντα να ακούγεται καθαρά πάνω από την υψηλής έντασης μουσική χωρίς να χρειάζεται να φωνάζει, και με την ενέργεια να χορεύει τριγύρω στη σκηνή ακούραστη για όλη τη διάρκεια του σετ. Βέβαια όσο groovy κι αν είναι οι Vegan Mosquitoes μιλάμε για κιθαριστική rock, οπότε δεν θα μπορούσα να παραλείψω τον Δημήτρη στην κιθάρα που προμήθευε τα riffs αλλά και τα εξαιρετικά δεύτερα φωνητικά που εξυπηρετούν τις γέφυρες ή τα κολλητικά ρεφραίν κομματιών σαν των “Brand New Start”” και On Lost Hope”.

Και δεν ήταν λιγότερο εντυπωσιακοί στα κομμάτια που πέφτουν οι ρυθμοί και τα riffs έρπονται πιο σκοτεινά και σαγηνευτικά, σαν το “Sick” και το τελευταίο single τους “Red Shoes” (μην πάει ο νους των μεγαλύτερων σε συγκεκριμένη τηλεοπτική σειρά των 90’s που “μεγάλωσε” τη γενιά μας, ο τίτλος είναι αναφορά στην λεγόμενη “χορευτική πανούκλα” του 1518). Φαίνεται πως το λεγόμενο συναυλιακό “grind” των Vegan Mosquitoes (δύο μόλις μέρες πριν είχαν παίξει ζωντανά στην Πάτρα) έχει αποδώσει, αφού η μπάντα ακουγόταν δεμένη σαν τσιμέντο, ενώ τα δύο δείγματα επερχόμενων κυκλοφοριών “Never Enough” και “Halo” που μας χάρισαν υπόσχονται ότι και η συνέχεια προβλέπεται εξίσου δυνατή.
Το ντεμπούτο άλμπουμ των Elephant, “A Better Me”, η επίσημη πρώτη παρουσίαση του οποίου αποτέλεσε και την αφορμή της συγκεκριμένης συναυλίας μου είχε διαφύγει της προσοχής όταν κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες, αλλά προετοιμαζόμενος για την βραδιά είχα προλάβει να διαπιστώσω ότι πρόκειται για μία εξαιρετική δουλειά, και μάλιστα πολύ συναφή με τα γούστα μου. Αμέσως μετά από μια τόσο δυναμική παρουσία από το opening act, κι επειδή στο παρελθόν έχω πετύχει ουκ ολίγες φορές το support να κλέβει την παράσταση από το πρώτο όνομα, είχα μια κάποια αγωνία για το αν το τρίο από τα Γιάννενα θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αφού πέρασαν κάνα δυο λεπτά από το εναρκτήριο (και στο άλμπουμ) κομμάτι “Post-Punk Grey”, ώστε να προσαρμοστώ στη διαφορά ύφους μεταξύ των δύο σχημάτων, ήταν εμφανές ότι η βραδιά θα συνέχιζε τουλάχιστον το ίδιο δυνατά όσο είχε ξεκινήσει.

Κι αν το πρώτο κομμάτι εκπροσωπούσε την post-punk από τις πολλές όψεις των Elephant, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, με προβεβλημένο το μπάσο της Φωτεινής, ίσως αρχικά λίγο περισσότερο από όσο σήκωνε σε ένταση ο χώρος, και τα καθ’ όλη τη διάρκεια του σετ μετρονομικά τύμπανα του Ηρακλή, που αργότερα σε κομμάτια σαν το “Give Me Time” να έπιαναν έως και χορευτικούς ρυθμούς με το ανάλογο αποτέλεσμα σε μέρος του κοινού, τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η κιθάρα του Λεωνίδα, που από εκεί που δημιουργούσε ζεστή αλλά σκοτεινή ατμόσφαιρα με την αριστοτεχνική χρήση παραμόρφωσης και effects που θα ζήλευαν και shoegaze μπάντες, άλλοτε επιδιδόμενη σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα ζωγράφιζε ψυχεδελικά ηχοτοπία που όταν διογκώνονταν σε ένταση ηχούσαν τεράστια, σε μεγέθη σαν αυτά που μας έχουν συνηθίσει μπάντες σαν τους Mogwai.
Κι όλα αυτά ενώ ταυτόχρονα ο Λεωνίδας είχε επωμιστεί και τα φωνητικά, που παρέμεναν ευδιάκριτα, μελωδικά και εκφραστικά σε όλη τη διάρκεια της ηλεκτρικής καταιγίδας που μαινόταν στα ηχεία. Και αν από τη μία ήταν αυτά τα φωνητικά που για μένα, που έχω εδώ και χρόνια κουραστεί από μεγάλο μέρος της post rock σκηνής που εμμένει σε ορχηστρικές εκτελέσεις, έκαναν τόσο αγαπητούς τους Elephant, απ’ την άλλη πως να μη λατρέψω την επινοητικότητα και αποτελεσματικότητα με την οποία συνέθεταν όλα αυτά τα μουσικά είδη, μέχρι και flamenco (!) στο “Breathe”, κι όλα αυτά μόλις ως τρίο.

Αν δεν έγινε εμφανές από όσα έγραψα παραπάνω, η βραδιά αυτή όντως ξεπέρασε κατά πολύ και την πιο αισιόδοξη πρόβλεψη που θα μπορούσα να είχα κάνει όταν αποφάσισα να παρευρεθώ, και νομίζω αυτό επιβεβαιώθηκε και στα πηγαδάκια που σχηματίστηκαν από το απερχόμενο κοινό μετά το πέρας της συναυλίας. Απόδειξη ότι μερικές φορές δεν χρειάζονται φανταχτερά διεθνή ονόματα για μια ξεχωριστή συναυλιακή εμπειρία και υπάρχουν εδώ μπάντες που μπορούν να τις προσφέρουν εξίσου, αν όχι και καλύτερες.