Η πρώτη μου επαφή μαζί τους ήταν η συναυλία τους μαζί με τους Kasabian, τους Darkside και τους White Lies. Λίγο πριν είχαν κυκλοφορήσει το μεγαλύτερο τους hit, το “Sugar”. Τώρα, πλέον, οι Editors έχουν ωριμάσει, έχουν βελτιωθεί μουσικά, μπορούν να προσφέρουν μια από τις ωραιότερες live εμπειρίες για το μουσικό κοινό, αλλά έχουν στερέψει από πρωτότυπες ιδέες. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι εκμεταλλεύτηκαν την δημιουργικότητα του Blanck Mass ή αλλιώς Benjamin John Power, ώστε να κυκλοφορήσουν άλλον έναν δίσκο. Το “Blanck Mass Sessions”είναι μια πιο synth, dark wave εκδοχή του περσινού δίσκου των Editors, “Violence” κι αποτελεί τέκνο της συνεργασίας του Benjamin με την μπάντα για τον δίσκο που προαναφέρθηκε. Σε αυτό το σημείο, αναρωτιέμαι γιατί δεν εμπιστεύτηκαν τον Blanck Mass τόσο, ώστε να βάλουν τον ήχο του και στο album, για το οποίο τον κάλεσαν να συνεργαστούν. Για μένα, αυτό το album είναι του Benjamin κι είναι άδικο να το κρίνω σαν album των Editors κι ας είναι δικές τους οι συνθέσεις κι οι στίχοι.
Όπως προείπα, όλα τα κομμάτια του δίσκου είναι διασκευές τραγουδιών του προηγούμενου δίσκου τους. Εκτός από το πρώτο. Το “Barricades” είναι ένα κομμάτι που έχει τον χαρακτήρα και των δύο καλλιτεχνών και το riff των πλήκτρων θυμίζει κάτι από Coldplay, the XX κι ίσως και Tame Impala. Οι στίχοι καταδεικνύουν την αγάπη και το ότι πρέπει να ξεπερνάς τα εμπόδια, που υπάρχουν , για να φτάσεις σε αυτήν, όχι προσπαθώντας να τα αποφύγεις, αλλά στεκόμενος μπροστά τους κι εσύ ως εμπόδιο. Ο δίσκος συνεχίζεται με τα “Cold” και “Hallelujah (So Low)”. Η εκδοχή του “Cold” δεν με άγγιξε κι ούτε μου κέντρισε κάπως το ενδιαφέρον, αλλά η trip hop εκδοχή του “Hallelujah” σε συνδυασμό με τα ηλεκτρονικά εφέ, το synth και το flanger, σε ταξιδεύουν σε πιο δύσβατα μονοπάτια και σε κάνουν να χορέψεις ένα κομμάτι, που είναι ατμοσφαιρικό στην original version του.
Η δυάδα που ακολουθεί, με τα “Violence” και “Darkness At The Door” μπορεί να σου δώσει την ψευδή εντύπωση ενός φανταστικού δίσκου, χωρίς αυτό να ισχύει. Απλά εδώ συναντώνται τα δύο καλύτερα τραγούδια του δίσκου των Editors με τις πιο εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις του Blanck Mass. Από το τέταρτο λεπτό του “Violence” και μετά μπορείς να αφεθείς και να θυμηθείς γιατί ο Benjamin John Power είναι το next big thing της ηλεκτρονικής μουσικής σκηνής της Μεγάλης Βρετανίας μετά τους Chemical Brothers. Γενικά, όπου υπερισχύει ο trip hop χαρακτήρας κι η dance ένταση, ο «δίσκος» των Editors παίρνει τα πάνω του. Αυτό δεν συμβαίνει στο “Nothingness”, που αποτελεί το πιο χλιαρό κι αδιάφορο κομμάτι και του περσινού και του φετινού album, αλλά συμβαίνει στο “Magazine”. Φανταστική η δουλειά του Blanck Mass. Προσωπικά, θεωρώ πως αυτή η version έπρεπε να μπει στο “Violence” του 2018 κι οι Editors θα είχαν άλλο ένα κομμάτι, του οποίου τον τίτλο θα ούρλιαζε το κοινό κατά τη διάρκεια κάθε live. Μου αρέσουν τα πάντα σε αυτό το τραγούδι. Η εναλλαγή μεταξύ σκληρού ήχου με beat και Skrillex χροιά και ατμοσφαιρικού ήχου με πλήκτρα και φωνητικά γεμάτα πραότητα είναι το στοιχείο, που σε ωθεί στην έκρηξη των ανάμεικτων συναισθημάτων σου όταν το ακούς, ενώ οι παύσεις του αποτελούν αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος της σύνθεσης. Ο δίσκος τελειώνει με το “Counting Spooks” για να μας αφήσει μια σχετικά ανιαρή «υστερόγευση», αφού εκτός των κιθαρών και της άκρως ηλεκτρονικής και χορευτικής γέφυρας του κομματιού, δεν υπάρχει κάτι άλλο άξιο ακρόασης. Μακάρι όλο το τραγούδι να ήταν αυτή η παράνοια από πλήκτρα κι απόκοσμα φωνητικά, που επικρατεί στην γέφυρά του.
Σε αυτόν τον δίσκο, πρωταγωνιστής είναι ο Blanck Mass. Τέλος. Αυτός έχει δώσει μια άλλη αίγλη στα κομμάτια των Editors, ενώ στο νέο “Barricades” προσδίδει τόσο πολύ την μουσική του ταυτότητα, που είναι σαν guest να είναι o Tom Smith κι όχι εκείνος. Θεωρώ ότι ο λόγος που το συγκεκριμένο album κυκλοφόρησε μέσω των Editors, είναι η δημοφιλία της μπάντας, γιατί ήταν δεδομένο ότι οι περισσότεροι θα γνώριζαν τον Blanck Mass από αυτόν τον δίσκο (όπως κι εγώ). Νιώθω πως πολλοί fans του Benjamin θα δημιουργηθούν από αυτόν τον δίσκο και θα σχολιάσουν κάτω από τα βίντεο του: « οι Editors με έφεραν εδώ». Μετά από την ακρόαση του δίσκου, είναι μια από τις λίγες φορές, που δεν νομίζω πως θα βάλω να ξανακούσω κάποιο από τα κομμάτια. Δεν ένιωσα κάτι, δεν με συνεπήρε κάτι και πάνω απ’ όλα, αυτό που άκουσα έμοιαζε με πολλά και δεν επισκίαζε κανένα απ’ αυτά. Μπράβο στον Blanck Mass για την ενορχήστρωση και σίγουρα του άξιζε παραπάνω χώρος στo “Violence” του 2018. Κατά τα άλλα, ωραίες οι live εμφανίσεις, ωραία η απίστευτη χημεία με το κοινό, αλλά κάθε μουσικός, που επαναπαύεται στις δάφνες του, μπορεί να βρεθεί από το ζενίθ στο ναδίρ, μέχρι να πει το ρεφρέν του “Sugar”. Αυτό για τους Editors.