Με αφορμή τη φετινή St. Patrick’s Day και την εμφάνιση των Dury Dava στη γιορτή που θα στηθεί στο Arch Club-Live Stage, την Παρασκευή, 17 Μαρτίου, ο Σταύρος Γαρεδάκης μίλησε με το σχήμα για τις ετερόκλητες επιρρόες του, τη μουσική οικογένεια της Inner Ear Records, αλλά και για το τι τους επιφυλάσσει το μέλλον.
Χρησιμοποιούμε τη λέξη νταβαντούρι για να περιγράψουμε τη φασαρία πλήθους ατόμων. Η τουρκική λέξη-πηγή του όρου όμως (tavatůri) ερμηνεύεται ως “διάδοση, κοινή μαρτυρία” που φαντάζει κατάλληλος όρος να περιγράψει την βιωματική εμπειρία της ζωντανής μουσικής. Είχατε και αυτή την έννοια στη σκέψη όταν επιλέξατε το όνομα της μπάντας;
Η αλήθεια είναι ότι το όνομα το διαλέξαμε κυρίως επειδή ηχητικά μας καθόταν καλά – εννοείται βέβαια πως είχε σημασία και το νοηματικό περιεχόμενο, το οποίο μας ταίριαζεκαι συνεχίζει να μας ταιριάζει. Ψάξαμε διάφορες ετυμολογικές σχέσεις που ξεκινούσαν από το νταβαντούρι και μας άρεσαν με κάποιο τρόπο όλες, χωρίς να ξεχωρίσουμε συγκεκριμένα μία. Ένα παράδειγμα τέτοιας τυχαίας και θετικής σύμπτωσης είναι ότι “Dava” ονομάζεται ο κρατικός φαρμακευτικός οργανισμός της Ινδίας.
Νομίζω όλα τα μέλη της μπάντας είστε αρκετά νέοι σε ηλικία, τουλάχιστον τόσο ώστε να μην έχετε προλάβει άμεσα τη μουσική των 60’s και 70’s που προφανώς έχει επηρεάσει τον ήχο σας. Πώς έφτασαν αυτές οι (διαχρονικές, αλλά όχι συχνά στα ραδιοκύματα εδώ και δεκαετίες) μουσικές σε εσάς;
Κατ’ αρχάς, οι μουσικές αυτές ήταν παρούσες σε διάφορα περιβάλλοντα κοντινά σε εμάς, στα σχολεία, τις οικογενειακές και άλλες φιλικές μας σχέσεις καθώς μεγαλώναμε. Τα βασικά δείγματα των 60s και των 70s τα θεωρούμε ως κοινό άκουσμα των ηλικιών μας. Κάποιες επιπλέον επιρροές ίσως πηγάζουν από άτομα των κύκλων μας που ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία και σχετίζονταν ενεργά με τη μουσική, αλλά και από δικό μας ψάξιμο, του καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί.
Πέρα από τους όποιους/ες ξένους καλλιτέχνες εμφανώς υπήρξαν ανάμεσα σε αυτές τις επιρροές, ποιοί/ες υπήρξαν τέτοιες από την εγχώρια σκηνή/μουσική;
Είναι εξίσου εμφανείς μάλλον και οι εγχώριες… Ας πούμε ότι στα κοινά μας ακούσματα από εκείνες τις δεκαετίες σίγουρα πρέπει να αναφερθούν Σιδηρόπουλος, Σαββόπουλος, Ρωμανός, Olympians, Εξαδάχτυλος, Aphrodite’s Child κ.ά.
Η ψυχεδελική rock από τη σύλληψή της αντλούσε στοιχεία από τη μουσική της ευρύτερα αποκαλούμενης “Ανατολής”. Αρχικά, ήταν αποτέλεσμα μίας πνευματικής αναζήτησης εκ μέρους της λεγόμενης αντικουλτούρας (counterculture). Τί πιστεύετε πως βρίσκεται, πέρα από τους όποιους (δόκιμους) αισθητικούς λόγους, πίσω από την διαφαινόμενη αναβίωση αυτής της τάσης τα τελευταία χρόνια; Τί ωθησε εσάς συγκεκριμένα σε αυτή την πρακτική;
Δύσκολο να βρεθεί μια απλή απάντηση στο γιατί η «αναβίωση». Εμείς μάλλον πρέπει να πούμε ότι δεν βλέπουμε στη μουσική ξεχωριστές τάσεις: από τη μία αναβίωση ή παράδοση κι από την άλλη καινοτομία και πρωτοτυπία. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το να παίζεις μουσική δεν μπορεί να αποδοθεί με τέτοια δίπολα. Φτιάχνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε -δηλαδή ό,τι πιο διασκεδαστικό/έξυπνο/πνευματικό/αστείο/συναισθηματικό/χορευτικό/δύσκολο/εύκολο (η λίστα δεν σταματάει)- με τα υλικά που έχουμε, τα οποία ξεκινάνε από τα ακούσματά μας και φτάνουν ως την καθημερινή μας ζωή, τα όργανά μας, τα χέρια μας, τις σχέσεις μεταξύ μας. Για τη σχέση μας με τη λεγόμενη “ανατολική” μουσική παράδοση, είναι κάτι που μας γοητεύει ιδιαίτερα και προσπαθούμε να μαθαίνουμε πρακτικά και θεωρητικά πράγματα γύρω της, όχι μόνο να την εισάγουμε σαν υλικό στη μουσική μας.
Έχει περάσει από τη σκέψη σας το ερώτημα κατά πόσο αγγλόφωνα φωνητικά μπορεί να άνοιγαν περαιτέρω πόρτες για τη μπάντα διεθνώς; Ήταν κάτι με το οποίο πειραματιστήκατε ποτέ;
Δεν έχουμε δοκιμάσει ποτέ να τραγουδήσουμε αγγλικά, γιατί δεν βγαίνει φυσικά στον τραγουδιστή μας. Όταν θέλει να αποφύγει τα ελληνικά, πράγμα που το θέλει συχνά, τραγουδάει αλαμπουρνέζικα – είναι κι αυτό μια λύση για να πιάσουμε μεγαλύτερο κοινό… Η κάθε μπάντα, νομίζουμε, πρέπει να ακολουθεί τον δρόμο που της ταιριάζει σε αυτό το επίπεδο, να μη θεωρεί ότι «πρέπει» να κάνει ορισμένες επιλογές για να «πετύχει».
Δεν αποτελεί μυστικό πόσο δύσκολη είναι η βιωσιμότητα (και δεν εννοώ μόνο οικονομική) μιας καλλιτεχνικής διαδρομής στην Ελλάδα. Είστε στην ευτυχή θέση να βρίσκεστε από νωρίς στο ρόστερ της μάλλον μεγαλύτερης ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας στη χώρα. Πόσο και πως διευκόλυνε αυτό το γεγονός την πορεία σας;
Να σταθούμε αρχικά στη διαπίστωση: καμία μπάντα στην Ελλάδα δεν βιοπορίζεται από τη μουσική που γράφει και παίζει, όσο καλή κι αν είναι αυτή και όσο χρόνο κι αν ξοδεύει σε πρόβες, ηχογραφήσεις, συναυλίες κλπ – είναι ελάχιστες οι εξαιρέσεις και δεν προέρχονται ως επί το πλείστον από το δικό μας μουσικό περιβάλλον. Αυτό είναι ένα δεδομένο, για το οποίο δεν ξαφνιαζόμαστε ιδιαίτερα – δεν παύουμε όμως και να απογοητευόμαστε γι’ αυτό, επειδή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε συγκεκριμένα φαινόμενα και επιλογές.
Όσον αφορά στην ευκαιρία που μας δόθηκε ήδη απ’ τον πρώτο μας δίσκο να έχουμε τη στήριξη της Inner Ear, είναι σίγουρα μια τύχη και μας έχει βοηθήσει πολύ, τόσο από την άποψη της ευκολίας στη διαδικασία της ηχογράφησης και κοπής ενός βινυλίου, όσο και από την άποψη της καλύτερης διάχυσης της μουσικής μας. Θεωρούμε βέβαια ότι η μουσική πρέπει να παραμένει τελείως ανεξάρτητη και με αυτό στο μυαλό μας προσπαθούμε να συμμετέχουμε σε αυτοοργανωμένες πρωτοβουλίες και να στήνουμε δικά μας πράγματα, όπως το Στιβαλφέ που έγινε πέρσι τον Ιούνιο με τους Los Tre και τους Sclavos.
Πάνε δύο χρόνια που κυκλοφόρησε το δεύτερό σας album, ήταν μέσα σε μια δύσκολη για όλους ακόμη περίοδο. Αν και η σύλληψη του μεγαλύτερου μέρους του προέρχεται από την την προ-πανδημίας εποχή, είχε αυτή επηρεάσει το υλικό που αποτυπώθηκε στο “Deluxe”, κι αν ναι, με ποιό τρόπο;
Επηρεαστήκαμε πάρα πολύ. Είχαμε λιγότερο χρόνο για πρόβες, ήμασταν πιεσμένοι σε πολλά επίπεδα. Η πιο εμφανής αποτύπωση του βιώματος της πανδημίας είναι μάλλον στους στίχους, αν και πιθανότατα μόνο εμείς ακούμε τις συγκεκριμένες αναφορές.
Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, έχει αρχίσει η δημιουργική διαδικασία νέου υλικού;
Ναι, προχωράμε καινούρια πράγματα και ελπίζουμε να είμαστε σε θέση να τα γράψουμε κιόλας πολύ σύντομα.
Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών του θεάτρου έδωσαν το έναυσμα για μία ευρύτερη στη συνέχεια αφύπνιση ενός κόσμου που πολλοί μεμψιμοιρώντας θεωρούσαν “χαμένο” στα ψηφιακά μέσα. Αποτελεί αυτό κατά κάποιο τρόπο μια εν δυνάμει “επιστροφή” της τέχνης στο ρόλο που διαχρονικά καλούνταν να παίξει στην κοινωνία;
Ανεξάρτητα από τον κοινωνικό ρόλο που έχει κληθεί στο παρελθόν να παίξει η τέχνη, εμείς οφείλουμε να πράττουμε με γνώμονα το παρόν και το μέλλον, να δείχνουμε δηλαδή έμπρακτα πώς, κατά τη δική μας άποψη, το να παίζεις μουσική, το να ασχολείσαι με το θέατρο, να διαβάζεις, να βλέπεις, να ακούς, είναι καθοριστικό κομμάτι των ζωών που θέλουμε να ζούμε. Οι κινητοποιήσεις είναι μια έκφραση αυτής της ανάγκης και τις στηρίζουμε όπως μπορούμε, προσπαθώντας παράλληλα να αναρωτιόμαστε ποια είναι η συνέχειά τους στον χρόνο, όχι μόνο ποιος είναι ο συγκεκριμένος στόχος των τελευταίων μηνών.