Αφού ήπιαμε το κρασάκι μας (με συνειρμό την Θεία Κοινωνία), στον όμορφα διαμορφωμένο προαύλιο χώρο πρασίνου της Αγγλικανικής Εκκλησίας του Αγίου Παύλου, προσήλθαμε στο εσωτερικό της, για την αναμενόμενη «κατήχηση» της Πέμπτης, με τη μουσική επένδυση να καθορίζεται εξ’ ολοκλήρου από τους νέους αγαπημένους της εγχώριας εναλλακτικής σκηνής, Dury Dava.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη
Η αρχιτεκτονική του χώρου, σαφώς και επιβλητική, λόγω ύψους, χρονολογίας και υλικών χτισίματος του κτιρίου, σε σαγηνεύει . Η επιλογή της διακόσμησής του ωστόσο, με οδηγεί να πω με βεβαιότητα, πως η μπάντα μεθυστικά κέρδισε τις εντυπώσεις. Ενώ γενικά, η σύνθεση ήταν λιτή, με την αυστηρή συμμετρία να αποπνέει ένα ήρεμο κλασικό ύφος, καθώς τονίζει το αίσθημα του κατακόρυφου, οι λιγοστές εικόνες του Χριστούλη, ήταν κλασικής ορθόδοξης αισθητικής και έρχονταν σε αντιπαράθεση με τις τεράστιες σημαίες που κρέμονταν υπερήφανα στους πλαϊνούς τοίχους του ναού/μεγάρου. Παρά ταύτα, η αίσθηση για την ταύτισή μας με το «ύψιστο», γαργαλάει.
Το θέμα που κυρίως μας απασχολεί όμως, είναι η απόδοση της μουσικής αντίληψης του σχήματος, έστω και με χαμηλωμένες τις εντάσεις, οπότε μετά από το σύντομο κλικ στις “in the memory of the just is blessed” επιγραφές, τα βλέμματα και τα αυτιά με προσήλωση στρέφονται στους πέντε μουσικούς της βραδιάς. Η πολύλεπτη εισαγωγή, λειτουργεί μυστικιστικά. Φέρνει ολίγον ζούγκλα inside the temple. Τα τύμπανα έχουν ήχο από τουμπελέκι, σε ύφος που από την αρχαιότητα, συχνά συναντάται και στην ελληνική παράδοση, το νέυ (καλάμι), σαν φλογέρα από την Ανατολή, καταθέτει τα στοιχεία από την οθωμανική μουσική που ενυπάρχουν στη βυζαντινή μελοποιία, το μπάσο διευθύνει, ενώ τα πετάλια της κύριας κιθάρας δημιουργούν εφέ με τις συμπαντικές συχνότητες. Ώσπου ήρθε το “Καλοκαίρι”.
Ο Δημήτρης Κούλογλου στα φωνητικά, μου θύμιζε ευχάριστα τη φιγούρα και το αλήτικο πνεύμα του Lias Kaci Saoudi (Fat White Family). Όπου εκφραζόταν καθαρά, έπιανε το στόχο της κατανόησης των στίχων (“Ζούπα”). Εκεί που εκστασιαζόταν, αν και δεν κρατιόταν η καθαρότητα των νοηματικών προτάσεων, ξεπρόβαλε η βρωμιά τους ως punk, μέσα από την σύγχυση που είχε δημιουργήσει. Στις κραυγές διαπεραστικός, στα υψηλά τονικά περάσματα, αν όχι επικίνδυνα και στα όρια εκνευριστικός, τουλάχιστον εκκωφαντικός (“Σάτανα”, τι ορχηστρικά κυματιστό και ονειρικό, μεταξύ 60’ s και 70’s φινάλε κομματιού είναι αυτό, μπράβο). Στα εφέ φωνής, δημιουργικός (“Έλα Πάλι Να”). Σε κιθαριστικά παιξίματα ήταν ελάχιστος, στο ξέσπασμά του στο μπουζούκι όμως θετικά noisy.
Ο Δημήτρης Πρόκος επιδόθηκε κυρίως στο κλαρινέτο, το οποίο και δημιουργούσε τη jazz διάσταση της μουσικής τους, με αρκετές φράσεις άνευ μελωδιών, βγάζοντας μονάχα -μα παρατεταμένα- τον ήχο μιας απελευθερωτικής τσιρίδας ή μιας εύστοχα τοποθετημένης, εξοργισμένης δήλωσης. Μαζεμένος και λειτουργικός, έπαιξε επίσης με τα απαραίτητα πλήκτρα του, στα σχεδιασμένα σημεία τους. Ο Ηλίας Λιβιεράτος, με Kikagaku Moyo t-shirt ταιριαστό στα μερικώς Japanese χαρακτηριστικά του, πολύ καλό παικτρόνι, έξυπνα τοποθετημένος, άψογα σωματοποιούσε τους χτύπους του στην κίνησή του. Από τα πιο όμορφα οπτικά αποτελέσματα που έχω συναντήσει σε drummer. O Γιωργής Καρράς, εξαιρετικός σε κιθάρα, scratch-αρίσματα και ηχητικές παραμορφώσεις από τις πεταλιέρες, εκτελούσε τα ψυχεδελικά καθήκοντα. Η συνεργασία λοιπόν με τον τον αρμόδιο του ρυθμού, Κάρολο Μπεράχα (μπάσο), που επέμενε στο γενικό τέμπο ώστε να μην εκτροχιαστούν, άριστη.
Στα γενικά well done, trippy και underground η φάση τους, περιέχει στοιχεία krautrock, progressive, psychedelic και fusion ηχητικής, που αποκτούν έναν αρχέγονο παλμό, ενίοτε με ανατολίτικο ταμπεραμέντο. Θα ήθελα να τους ξαναδώ και on stage, με τις κατάλληλες συναυλιακές εντάσεις και προεκτάσεις. Στα σύντομα.