Περιπλανώμενος σε μέρη που απαρνήθηκαν τις ηλιόλουστες ημέρες, για να παραδοθούν στο σκοτάδι, ο frontman και κεντρική φωνή των DIIV, Zachary Cole Smith, έρχεται αντιμέτωπος με τους προσωπικούς του δαίμονες, εκείνους που τον κατέστησαν εθισμένο στην ηρωίνη. Την κυκλοφορία του δεύτερου album “Is the Is Are”, του indie super-group από την Νέα Υόρκη, διαδέχεται μία μακροχρόνια νοσοκομειακή περίθαλψη, με στόχο την απεξάρτησή του από αυτή, έχοντας πρώτα στοχοποιηθεί ως ένα «άβολο και παράδοξο θέαμα» για τον Τύπο, έπειτα από τη δημόσια «καταδίκη» του στο πλευρό της τότε συντρόφου του, Sky Ferriera. Είναι η στιγμή κατά την οποία η αστυνομία της Νέας Υόρκης, τους συλλαμβάνει με μία πλαστική σακούλα, γεμάτη με 40 “decks” ηρωίνης στην κατοχή τους.
Έξι περίπου χρόνια μετά, από την απόφαση του Cole να δώσει τη μάχη του με την ηρωίνη, το τετραμελές συγκρότημα αποδέχεται τη ροπή του στην πτώση και την περιπέτεια, για να μεταδώσει ωστόσο μέσα από την κυκλοφορία του νέου του, τρίτου κατά σειρά δίσκου “Deceiver”, ορισμένα σπουδαία μηνύματα, βαθιά ριζωμένα και παράλληλα βγαλμένα από την εμπειρία, της εξάρτησης και μετέπειτα αποτοξίνωσης του frontman του από τα ναρκωτικά. Κι αυτή η στιγμή, συναντά τη μπάντα να βαδίζει σε ένα σταθερότερο καλλιτεχνικά έδαφος.
Το “Deceiver”, έρχεται να μας προσφέρει τα ωριμότερα και πιο βαριά riffs της πορείας των DIIV, μέσα σε μία ατμοσφαιρική, shoegazing και post-punk όαση. Ο Smith, εναποθέτει τους δαίμονές του στην προσωπική του στιχουργική, για να διαποτίσει τα tracks με άπλετο συναίσθημα, το οποίο αποδεικνύεται ικανό να καλλιεργήσει ακόμη και την ενσυναίσθηση στις ψυχές των ακροατών, που πέραν της συμπάθειας που αναπτύσσεται, ευαισθητοποιούνται ουσιαστικά, για να αποδεχτούν παράλληλα πως μόνο κάποιος που έχει βιώσει την εμπειρία της εξάρτησης, μπορεί να συναισθανθεί πλήρως την ακανθώδη πορεία του «απεγκλωβισμού» από αυτή.
H επιβλητική, σκοτεινή ατμόσφαιρα, με εμφανείς επιρροές από τις δημιουργίες των Smashing Pumpkins, αλλά και των My Bloody Valentine, αντλώντας την έμπνευσή της από την εμπειρία του Smith, μας χαρίζει δέκα απολαυστικά, «αφηγηματικά» κομμάτια, με την παραμόρφωση στον ήχο της κιθάρας να τα χαρακτηρίζει. Οι συνθέσεις, τιτλοποιούνται μέσα από την περιπέτειά του, για να γίνουν ένας θρίαμβος πάνω στον εθισμό. Το εναρκτήριο track του album, “Horsehead”, είναι ένας στρόβιλος από δαιμονισμένες κιθάρες, με τα ghostly φωνητικά του Cole να ξεχωρίζουν, καθώς τραγουδάει: “I want to breathe in / And never breathe back out.”
To “Blankenship”, προσωπικό αγαπημένο του δίσκου, με τη μελωδία του να στοιχειώνει τα σωθικά μου προτού ακόμη κυκλοφορήσει στην ολότητά του, αναδεικνύεται σε super-hit και σε ένα από τα πιο επιδραστικά τραγούδια, με μία χαοτική έκρηξη ενέργειας να το ανυψώνει. Με την ονομασία του παρμένη από τον μεγιστάνα Don Blankenship και τα αναρχικής διάθεσης, οικολογικά μηνύματά του, έχοντας στο στόχαστρο τον ίδιο, ο Smith δηλώνει: “Destroy those who destroy the earth.”
Το “Skin Game”, γίνεται ο πυρήνας στη διαδικασία της αποκατάστασης έπειτα από τη μάχη με την ηρωίνη, υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα της έννοιας της κοινότητας κατά την προσπάθεια αυτή. Ο Cole, με τον στίχο “They gave us wings to fly / But then they took away the sky”, φαίνεται να μεταβιβάζει την ευθύνη σε εξωτερικούς παράγοντες, χωρίς να απαρνείται ωστόσο τη σημαντικότητα της στήριξης άλλων ανθρώπων κατά την απεξάρτηση, όπως φανερώνεται μέσα από τον στίχο “I can help you,” he sings, “It’s how I help myself”. Εν συνεχεία, ο ίδιος αποδέχεται την αδυναμία του μπροστά στο φαινομενικά ακλόνητο τείχος της αγωνίας που συνοδεύει αυτή τη μάχη, κάτι που σκιαγραφείται ιδανικά στο “Between Tides”, με τον στίχο “I’m just waiting for the storm to die.”
Μπορεί το “Deceiver” να ασφυκτιά από εύθραυστες στιγμές, ωστόσο αυτές είναι που κρύβουν τα πιο έντονα και αληθινά συναισθήματα. Στο επίκεντρο άλλωστε της νέας δουλειάς των DIIV, βρίσκεται η ιδιαίτερα ευαίσθητη διαδικασία της εσωτερικής ανοικοδόμησης, που επιτυγχάνεται με την απόφαση του Smith να αντικρίσει κατάματα τον εαυτό του. Ο πλούσιος, δυνατός και συνάμα καθαρός ήχος, που διαχέεται στον δίσκο, κάνει εμφανή την εξέλιξη στον ηχητικό προσανατολισμό της μπάντας, συγκριτικά με τις προηγούμενες κυκλοφορίες της. Το «επικό» κλείσιμο του album, με το “Acheron”, αποδεικνύει πως η καλοδουλεμένη παραγωγή είναι ικανή να αναδείξει ένα κομμάτι, που εκρήγνυται μέσα σε ένα αριστουργηματικό φινάλε, «fuzz πανδαισίας».
Οι DIIV, ακόμη κι όταν φλερτάρουν με τον θάνατο, γραπώνονται από κάθε σπιθαμή ζωής, για να δημιουργήσουν κάτι μεγάλο. Η ειλικρίνεια του Cole, κατά τη σύνθετη διαδικασία της απομάκρυνσης από το ζοφερό παρελθόν και της μετάβασης σε εκείνη της επούλωσης, αποτελεί μία αδιάκοπη διαδρομή, που είναι όμως πεπεισμένη να αρχίσει να διαγράφει την πορεία της εδώ και τώρα. Και πατώντας το “play”, γινόμαστε έστω για τα επόμενα 44 λεπτά, αναπόσπαστο κομμάτι της.