Η πρώτη φορά που άκουσα κομμάτι της ήταν όταν το ανέβασε ένας φίλος στο Facebook και δήλωσε ερωτευμένος μαζί της. Ενθουσιάστηκα κι άκουγα τραγούδια της συνέχεια εκείνη την ημέρα. Την επόμενη μέρα, ανακοινώθηκε η πρώτη ζωντανή εμφάνισή της στην Ελλάδα. Αν δεν είναι αυτό καρμικό, τι είναι; Η Courtney Barnett είναι η προσωποποίηση της δυναμικότητας στην μουσική της και στην σκηνική της παρουσία κι αυτό έγινε καταφανέστατο το βράδυ της περασμένης Πέμπτης. Ήταν μια rock ‘n’ roll όαση στην βαρετή «έρημο» της καθημερινότητας μας και κάπως έτσι το κοινό δεν σταμάτησε να χορεύει και να την συνοδεύει τραγουδιστικά σε όλο το live.
Ανταπόκριση: Ηλίας Δελάκος / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης (περισσότερες εδώ)
Το πρώτο που αντίκρισα στον χώρο όταν μπήκα ήταν ένα καταπληκτικό artwork στο background της σκηνής το οποίο παρέπεμπε σε μια πόλη αποτυπωμένη με τον πιο απλό τρόπο σχεδιασμού και σε ασπρόμαυρα χρώματα. Μπροστά από αυτό το σκηνικό κι ακριβώς κάτω από μια φωτιά που άρχιζε να «κατατρώει» ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης, στεκόταν η Amalia. Η Αμαλία Μουχταρίδη είναι μια νεαρή συνθέτρια που έχει καταφέρει ήδη να κάνει αίσθηση με την δουλειά της. Η μουσική της κινείται σε indie/pop μονοπάτια αλλά αυτό που ξεχωρίζει είναι η χροιά της. Η φωνή της είναι αρκετά καταπραϋντική σε όποιον ρυθμό κι αν τραγουδάει κι αυτό μου έκανε εντύπωση. Επίσης, το πιο σημαντικό στοιχείο της εμφάνισης της ήταν ότι την παρακολούθησε η μεγαλύτερη πλειοψηφία του κοινού της συναυλίας, κάτι το οποίο συμβαίνει σπάνια σε live που προηγείται ένα ανερχόμενο όνομα και μετά ακολουθεί ένα καταξιωμένο. Ξεχώρισα σίγουρα το “Ophelia”, όντας το πιο δουλεμένο κομμάτι της κι αυτό στο οποίο ποντάρει πολλά αλλά και την ατμοσφαιρική διασκευή που έκανε στο “Blister in the Sun” των Violent Femmes.
Το τέλος της εμφάνισης της Amalia με βρήκε απαλλαγμένο πλέον από το άγχος της δουλειάς μου που είχε προηγηθεί μες στη μέρα μου ενώ γελούσα πονηρά βλέποντας την μπότα των drums να γράφει “Tell me how you really feel”. Η αναμονή έφτανε στο τέλος της σιγά-σιγά κι ο προαναφερόμενος Barnett-ερωτοχτυπημένος φίλος μου αδημονούσε για την εμφάνιση της Courtney – όπως κι εγώ εξάλλου. Οι πρώτες νότες από το “Hopefulessness” ήταν γεγονός κι η «πριγκίπισσα» της psychedelic indie rock άρχισε να χτυπιέται πάνω στη σκηνή από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα. Ακολούθησε ένα «ευχαριστώ πολύ» στα ελληνικά από το στόμα της και μετά μπήκε το riff του “City Looks Pretty” ώστε να καταλάβουν όλοι την μουσική αφορμή με την οποία σχεδιάστηκε το προαναφερόμενο artwork. Τα strobe lights αναβόσβηναν, μια πόλη ήταν σε κατάσταση πανικού και το κοινό χοροπηδούσε στους ρυθμούς που πρόσταζε η Courtney. Σε αυτό το σημείο, κατάλαβα ότι υπήρχε άλλη μια ψυχή που κράδαινε πάνω στη σκηνή εκτός από αυτή της Barnett. Η ψυχή αυτή ήταν του Dave Mudie. Ο τύπος έπαιζε φανταστικά drums κι ανέβαζε κατακόρυφα το τελικό μουσικό αποτέλεσμα και σε θέμα ρυθμού αλλά και σε θέμα δυναμικής. Επίσης, είχε την ευχέρεια να ακολουθήσει την Courtney σε κάθε σόλο της και γενικά κάθε στιγμή κατά την οποία βρισκόταν εκτός συναίσθησης ρυθμού και χώρου.
Η setlist περιείχε όλες τις μεγάλες επιτυχίες της Barnett από ολόκληρη τη δισκογραφία της, όπως και το καινούργιο “Everybody Here Hates You”, το οποίο πραγματικά ξεσήκωσε τον κόσμο πιο πολύ από όλα τα τραγούδια. Οι στιγμές που μου κέντρισαν ακραία το ενδιαφέρον ήταν δυο, με την πρώτη να αφορά την μουσική και την άλλη το συναίσθημα. Η πρώτη ήταν η καταπληκτική μετάβαση από το “Nameless, Faceless” που μιλά για την κακοποίηση και την κακομεταχείριση γενικά, στο προστατευτικό “Mother”. Εκτός από την νοηματική σύνδεση, η Courtney κι οι μουσικοί της πήγαν από το ένα κομμάτι στο άλλο με ένα απίστευτης τεχνικής jam και το αποτέλεσμα ήταν τόσο καλό που κατάφεραν να κάνουν τα δυο κομμάτια ένα. Η δεύτερη στιγμή ήταν όταν η Barnett αφιέρωσε το ατμοσφαιρικότατο “Depreston” στην Μελβούρνη, από την οποία κατάγεται. Ήταν μια στιγμή που σου έβαζε βαθιά το μαχαίρι στην καρδούλα σου διότι η νοσταλγία κι ο πόνος είχαν κατακλύσει τη φωνή της και σίγουρα δεν μπορεί να ξεχάσει την πόλη που της έδωσε έμπνευση για να γράψει κάποια από τα καλύτερα κομμάτια της.
Μετά από το “Depresto” ακολούθησαν πολλά χορευτικά τραγούδια κι η Barnett μπήκε στα παρασκήνια μετά το πασίγνωστο και δυναμικότατο “Pedestrian at Best”. Προφανώς, έπρεπε να ακολουθήσει λίγη κατάθλιψη κι έτσι έγινε. Εμφανίστηκε μόνο με την κιθάρα της κι ερμήνευσε το “Let it Go” που είναι ίσως το ωραιότερο κομμάτι από τον κοινό δίσκο που έχει κυκλοφορήσει με τον καλό της φίλο Kurt Vile. Η βραδιά τελείωσε με hit-άκια (βλ. “Anonymous Club” και “History Eraser”) ενώ σίγουρα μας έλειψε το άκρως τρελιάρικο και ψυχεδελικό “Nobody Cares If You Don’t Go To The Party”.
Βγαίνοντας, αποκόμισα την τελευταία κι ισχυρότερη ανάμνηση μου από αυτό το live, τουλάχιστον σε επίπεδο κλίματος της συναυλίας. Υπήρχε στην είσοδο ένα σημείωμα με την υπογραφή της Courtney Barnett όπου έλεγε ότι αυτή η συναυλία είναι ένα ασφαλές μέρος για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως σεξουαλικών προτιμήσεων και παραινούσε τους θεατές να σέβονται και να προσέχουν ο ένας τον άλλον αφού καμιά μορφή βίας και εκφοβισμού είναι επιθυμητή σε αυτό το live. Έτσι, δεν μπορούσα να μην κάνω τον προφανή παραλληλισμό όταν την ίδια μέρα διεξαγόταν στο μακρινό Ισραήλ, ο δεύτερος ημιτελικός της Eurovision. Κατάλαβα πόσο εύκολα μπορείς να συνειδητοποιήσεις την πραγματική αποδοχή του κάθε ατόμου από τα άλλα άτομα σε μια συναυλία σε σχέση με το πανηγύρι ευκαιριακής απελευθέρωσης που στήνεται κάθε χρόνο και σε διαφορετική χώρα ώστε το κοινό της Eurovision να νιώσει λίγο καλύτερα με τον «αντιρατσιστικό» εαυτό του και χώρες που έχουν στο περιθώριο κάθε μειονότητα όπως το Ισραήλ, το Αζερμπαϊτζάν κ.α. να «ξεπλυθούν» στον βωμό ενός «μουσικού» διαγωνισμού.
Έτσι, αυτό το live ήταν μια καταπληκτική εμπειρία για μένα γιατί μου υπενθύμισε πολλά παραπάνω από το πόσο δυναμική κι αυθόρμητη είναι η Courtney Barnett πάνω στη σκηνή, πραγματοποιώντας live εμφανίσεις που συζητιούνται για καιρό στην εκάστοτε χώρα που τραγουδά. Εύχομαι να ξαναέρθει σύντομα στην χώρα μας για να δείξει και σε άλλους τι σημαίνει γυναικεία παρουσία πάνω στη σκηνή, ευαισθητοποίηση για όλους και για όλα και συναισθηματική φόρτιση με την αλήθεια κι όχι τον ρομαντισμό. Αντίο στους τελευταίους ρομαντικούς, καλώς ήρθες έρωτα στα χρόνια της κυνικότητας.