Ιδιότροπο πράγμα αυτές οι συναυλίες, αυτές οι επιστροφές από μπάντες-θρύλους όπως αναμφισβήτητα είναι ο Cirith Ungol. Δε ξέρεις τι να ακούσεις περισσότερο, το μυαλό ή την καρδιά σου. Αλλά ας αφήσουμε τους συναισθηματισμούς και ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ανταπόκριση: Μανώλης Ροδοκανάκης / Φωτογραφίες: Δέσποινα Σταματάκη (περισσότερες εδώ)
Και αρχή στην βραδιά μας σημαίνει Dexter Ward, ήτοι αμερικανότροπο heavy power, με ψηλά φωνητικά, εύληπτα κομμάτια και χωρίς πολλές εκπλήξεις. Ως προς την απόδοση αυτή καθαυτή, η φωνή ήταν λίγο χαμηλά στην αρχή ενώ τόσο ο σχετικά λίγος ακόμα κόσμος όσο και η μπάντα, ξεκίνησαν κάπως μουδιασμένα. Στην πορεία πάντως κάτι με την απόδοση του Ιταλού frontman, κάτι με hitάκια τύπου “Blackout in L.A.”, τα πράγματα ζεστάθηκαν και οι Dexter Ward πήραν το χειροκρότημα που τους άξιζε.
Συνέχεια με μία μπάντα που να με συμπαθάτε, χωρίς παρεξήγηση, μη με πάρετε με τις πέτρες, αλλά παίζει και να την περίμενα με μεγαλύτερη ανυπομονησία από ότι τους headliners. Ο λόγος φυσικά για το εκπληκτικό power trio των Night Demon, που είχε κάνει το σαγόνι μου να πέσει στο πάτωμα πέρσι στο Up the Hammers, και ήθελα να δω αν θα κάνει το δύο στα δύο. Ε λοιπόν σύντροφοι, ό,τι και να πούμε είναι λίγο… Εκρηκτικοί από το καλημέρα, με 2 flying V – ναι ρε, και το μπάσο! – στη σκηνή, αεικίνητοι, ξεσηκωτικοί, μας θύμισαν με μια καλοζυγισμένη σφαλιάρα στη μούρη πόσο απλό αλλά και πόσο ακαταμάχητο μπορεί να είναι το παλιακό, παραδοσιακό heavy metal. Βέβαια θα μου πείτε το να πετάς τέτοιες riffάρες τη μία μετά την άλλη μάλλον δεν είναι και τόσο απλό, και μάλλον δίκιο θα ‘χετε… οπότε όπου, όπως, όποτε και να πετύχετε ξανά τους Night Demon μην κάνετε το λάθος και τους χάσετε. Είναι μεγάλη μπάντα, και το γεγονός ότι παρά το νεαρό της ηλικίας τους ο κόσμος τους αντιμετώπισε σαν τέτοια, μόνο τυχαίο δεν είναι.
Τέλος, Cirith Ungol. Όσο έγραφα, και μέχρι να φτάσω εδώ, σκεφτόμουν το ερώτημα της εισαγωγής. Τι διάολο να πεις για τους Cirith Ungol; Μπορείς να τους κρίνεις συναυλιακά σαν άλλη μία μπάντα; Από την άλλη, έχει νόημα να αναλωθείς σε μια αποτίμηση της προσφοράς τους; Όχι, δεν έχει. Είναι σαν να παραδέχεσαι εκ των προτέρων ότι η μπάντα έχει πλέον μόνο μουσειακό χαρακτήρα. Και κάτι τέτοιο είναι κάτι παραπάνω από άδικο, είναι προσβλητικό. Γι’ αυτό και θα ξεκινήσω, για να το βγάλω από μέσα μου, με το βασικό μου παράπονο, ότι δηλαδή σε μερικά σημεία, ο Barraza δεν πάταγε όσο καλά νόμιζε, με αποτέλεσμα μερικά solos σε κάτι “Finger of Scorn” για παράδειγμα να φύγουν λίγο αλλού. Ωραία, τώρα που έκανα το δημοσιογραφικό μου καθήκον, μπορώ να εκφραστώ ελεύθερα.
“I shiver when I remember…!” Ω ναι… Με το που έσκασε ο πρώτος στίχος από το πρώτο κομμάτι του “Frost and Fire” το Κύτταρο κοκκάλωσε σα να το χτύπησε ρεύμα… Ομολογώ, δεν τους είχα δει πέρσι, οπότε η συνειδητοποίηση του πόσο ανατριχιαστικά ίδια είναι η φωνή του αγέραστου Tim Baker εμένα τουλάχιστον με βάρεσε κατακέφαλα. Η συνέχεια δεν είχε να ζηλέψει τίποτα. Με οδηγό αυτόν τον πραγματικά μοναδικό frontman και με γενναίες ενέσεις αδρεναλίνης από τον Leatherby των Night Demon που έχει αναλάβει το μπάσο τα τελευταία χρόνια, οι Cirith Ungol απέδειξαν ότι δαγκώνουν μια χαρά. Τρανή απόδειξη ο Garven πίσω από τα τύμπανα, ο οποίος όσο έβλεπες την ηρεμία του παιξίματός του, τόσο δυσκολευόσουν να πιστέψεις αυτό που άκουγες. Και μην μιλήσουμε για κομμάτια γιατί θα μου πείτε ότι πάω να πουλήσω συναίσθημα, κι ας έγινε ο κακός χαμός σε ύμνους όπως τα “Frost and Fire”, “Nadsokor” και “King of the Dead”. Το τέλος μας βρήκε, αναμενόμενα, να προσπαθούμε να συνέλθουμε. Τελικά όσο και να προσπαθήσεις να είσαι αντικειμενικός, μερικές μπάντες είναι θρύλοι.
ΥΓ: Extra πόντοι στον Tim Baker που μαζί με ήρωες όπως ο Biff Byford μπαίνει στο ένδοξο τάγμα των Μη Βαψομαλλιάδων Metal Icons. Άξιος!