Τους τελευταίους αιώνες το ανθρώπινο είδος κάνει ό,τι μπορεί για να βρει μεταφυσικά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία θα τον οδηγήσουν στο να πιστέψει στο υπέρτατο, στο πρωτόγνωρο, στο ιδανικό. Για εμένα ίσως να μην χρειάζεται η παρέμβαση του μεταφυσικού, καθώς όλα τα προαναφερθέντα αποτελούν ένα κράμα χαρακτηρισμών της ψυχεδέλειας, εάν, βέβαια, μπορεί αυτή να οριστεί. Η ανάγκη μου να πιστέψω κάθε φορά σε κάτι μοναδικό, με οδηγεί στην αναζήτηση live experience και εξαιρετικά διαφοροποιημένων ηχητικών περιπτύξεων, με απώτερο σκοπό να εντοπίσω μέσα σε αυτή τη μουσική ζούγκλα, που επικρατεί εκεί έξω, το ουσιώδες κομμάτι της. Το περασμένο Σάββατο κατάφερα να αντιληφθώ και να εκλάβω την ουσία, προερχομένη από τη σκηνή του six d.o.g.s. με μοναδικό μέσο τη μουσική των Chickn.
Ανταπόκριση: Έφη Καραμουσάλη / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (περισσότερες εδώ)
Η άφιξη μου σηματοδοτήθηκε με το αποτύπωμα του venue να “χαράζεται” στο χέρι μου, παρατηρώντας πως πριν τις 22:00 η αίσθηση του συνωστισμού, γίνονταν όλο και εντονότερη. Η ανταπόκριση του κόσμου τεράστια, με την safari αισθητική να πλαισιώνει τον χώρο. Μπορούσαμε, πλέον με σιγουριά, να οραματιστούμε μια performance, η οποία θα κλόνιζε τo οποιοδήποτε γαλήνιo spirit εντός μας. Κάτι που δεν θα αργούσε ιδιαίτερα, καθώς ένα μισάωρο αργότερα, προβάλουν στη σκηνή πέντε άκρως artistic φυσιογνωμίες, με τον όρο «γνώριμος» ή «συνηθισμένος» να φαντάζει ανίσχυρος μπροστά στο οπτικό-ακουστικό αποτέλεσμα, που βίωσαν οι υπάρξεις μας εκείνο το βράδυ. Γοητευμένη από την απάθεια του τρομπετίστα, ενός πολυμήχανου όντος, το οποίο δεν έπαψε στιγμή να εκπλήσσει με την γκάμα των μουσικών του οργάνων on stage. Μια οντότητα ανεπηρέαστη, όχι μόνο από τα vibes, που απλόχερα του χάριζε το κοινό με αδιάπτωτη συνέχεια, αλλά και από την οποιαδήποτε αποθρασυμένη συναισθηματική εξωτερίκευση των υπόλοιπων μελών. Ένας τυπάς, του οποίου η παρουσία σε ένα τέτοιο stage φάνταζε μη γήινη. Αξίζει να αναφερθεί, πως αίσθηση έκανε η groova και ο εξαιρετικός συγχρονισμός του μπασίστα με τον drummer, ο οποίος δεν παρέλειψε να αφήσει το στίγμα του στο μουσικό υπερθέαμα, που αντικρίσαμε. Βουβές κραυγές, που κανείς δεν άκουσε, αλλά αναλήφθηκε από τον ίδιο, όσο οξύμωρο και αν μοιάζει αυτό, με την αρτιότητα των αρχικών συνθέσεων του “Is This Cher?” και του “Too Many Parables”, από το τελευταίο full album τους, “WOWSERS!”, να προοικονομούν τη συνέχεια. Ο τρόπος που αποδόθηκε από τον frontman κάθε στίχος, κάθε μορφή εκκεντρικότητας, που άγγιζε τα όρια της υπερβολής, που ο καθένας από εμάς χρειάζεται να συναντήσει έστω και μια φορά στη ζωή του, για να αντιληφθεί το μέγεθος της ψυχεδελικής νοοτροπίας, που κατακλύζει ακατάπαυστα τον νου, τον αποσυντονίζει και τον οδηγεί στα πλαίσια ενός άρτιου μουσικού παραλογισμού! Φρόντισαν να μη προδώσουν καμία σύνθεση, με τα ska/funky elements να αγκαλιάζουν τρυφερά το rock n’ roll, μια τρυφερότητα που εντοπίστηκε ανάμεσα στη θηριώδη προσέγγισή τους. Ήχος που δεν θυμίζει αυτόν καμίας αθηναϊκής μπάντας, παρά μόνο ως προς την δομή των μελών, αλλά επιχειρεί να προσεγγίσει με τον απόλυτα αισθαντικό τρόπο τον αξιοθαύμαστο κόσμο των 60s.
Ποικιλομορφία, εκλεπτυσμός και glitter κοσμούν τις ψυχές τους και με επιτυχία κατάφεραν να κοσμήσουν και τις δικές μας. Ίσως αυτό, μάλιστα, να συνέβη χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια, γιατί κάθε φορά που συναντάμε μπάντες όπως οι Chickn, θέτουμε τους εαυτούς μας σε μια διαδικασία μη αδρανή, σε αυτή όπου τους μετατοπίζουμε από το σημείο μηδέν στο άπειρο, στη διαδικασία να μη μπορούμε να ορίσουμε το καλλιτεχνικό τους μοτίβο, τοποθετώντας του ταμπέλες επιρροών, παρά μόνο στο να συγκρίνουμε τις μουσικές τους ανησυχίες με άλλους και να διαπιστώσουμε πόσο έντονα αναζωπυρωμένες είναι μέσα από το οπτικοακουστικό τους αποτέλεσμα. Η σαφήνεια ως προς το τι αναζητούν μέσα στη “ζούγκλα”, που τείνει να γίνει ακόμη πιο αποπνικτική, τρομακτική, ανυπόφορα κλισέ και ογκώδης, απέδειξαν με μοναδικό τεκμήριο την ουσιαστική τους ενασχόληση με αυτό το είδος τέχνης, πως δεν ανήκουν εδώ. Οι σπαρακτικές εκφάνσεις κάθε έκφρασης τους σηματοδοτούσαν ένα επιπλέον ταξίδι ή μάλλον μια έφοδο αναζητήσεων σε νέους κόσμους, μεταφέροντας και εμάς μαζί τους σε αυτούς!
Οφείλω να παραδεχτώ πως με εντυπωσίασε η αριστοτεχνική δομή του set, με τα “I Cry Diamonds” και το “Chickn Tribe” να κερδίζουν εντυπώσεις διαδραματίζοντας έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο σε όλη τη βραδιά, εάν κρίνω από τον πανικό, που ανεπιτήδευτα προκάλεσαν. Η φυσιογνωμία του frontman, που αυτόφωτα ξεδιπλώνει μια προσωπικότητα, που πάλλεται με τις αντιθέσεις, με την ιδιόρρυθμη ανάλυση, που μπορεί να υφίσταται η μουσική που δημιουργεί, που αναρωτιέται συνεχώς εάν αυτό που παράγει είναι αρκετό, προσπαθώντας διαρκώς να φθάσει σε μια ιδανική μορφή, που κάλλιστα ο καθένας από εμάς, που τον αγγίζει με την “πένα” του, να τον χαρακτηρίσει ως μια υπέρτατη διφορούμενη μουσική ύπαρξη, που διχάζει την οποιαδήποτε εσωτερική ισορροπία. Οι διαδοχικές επαναλήψεις ως προς τον χαρακτήρα των κομματιών, σχημάτισαν ένα grοovy πίνακα με πινελιές, που αφορούν την ουσία της εξέλιξης, της διαμόρφωσης και της εξεζητημένης καλλιτεχνικής συνουσίας που σtα τα καλούπια και τα στερεοτυπικά δεδομένα της σύγχρονης εγχώριας μουσικής κοινότητας. Ύστερα από μια performance ανυπακοής και αξιοζήλευτης συνθετικής πραγματικότητας, οι Chickn θα επιστρέψουν γύρω στης 23:30 για το πολυπόθητο encore τους χαρίζοντας λίγες ακόμη γενναιόδωρες δόσεις κομφετί και μαγείας. Τέλος, θα κατέβουν από την σκηνή έχοντας κυριεύσει τα πνεύματα μιας άλλης φυλής, σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι τους ως απόλυτοι θηριοδαμαστές, δείγμα αποχαιρετισμού μέχρι να ξαναειδωθούμε.
Ένα οπτικοακουστικό αποτέλεσμα, που δεν γέμισε απλά άλλο ένα συναυλιακό Σάββατο, αλλά κατάφερε να αγγίξει τόσο με το κράμα των μουσικών αντιδράσεων, με την ανάλογη οξύτητα που του αρμόζει. Η μοναδική ένσταση που έχω είναι πως ορισμένες φορές η έντονη εναλλαγή του φωτισμού ενοχλούσε και κούραζε την οπτική μας επαφή με τους Chickn. Αξίζει να σημειωθεί πως είναι μια μπάντα, που όσο πλησιάζει στο να αγγίξει τον στόχο της, καταφέρνει να αγγίξει και το κοινό της λίγο παραπάνω. Συμπερασματικά, αναμφίβολα αποτέλεσε ένα καλοστημένο/μελετημένο concept με τους συμβολισμούς να ρέουν αδιάκοπα στην ατμόσφαιρα, ερχόμενοι με το hunting safari αίσθημα, το οποίο πηγάζει ενδεχομένως από την περιοδεία τους, με την εκκεντρική αισθητική να στέκει σε όμοια μοίρα με το ποιόν της μουσικής τους. Μια μπάντα, που θα επιδιώξω, όχι μόνο να ξαναδώ live, αλλά και να τους αγγίξω με την “πένα” μου.