Μια δόση αλήθειας, τεμαχίζοντας την ίδια της την ύπαρξη σε εννέα εκλεπτυσμένα κομμάτια κομψότητας, όπου η έννοια της αλληγορίας φαντάζει τόσο λειψή, αδύναμη να τα επενδύσει. Μέσα στην ιερή ψευδαίσθηση του χώρου που καταλαμβάνουν, μεσολαβεί ένα διάστημα στο οποίο στροβιλίζονται καλαίσθητα εκκεντρικές ιδέες που αφορούν αναβαλλόμενες ερωτικές περιπτύξεις με τον νου, εστιάζοντας στην ευφυΐα που τον χαρακτηρίζει. Πνευματικές οντότητες περισυλλέγουν αποσπάσματα από κάποια εφιαλτικά βραδιά, ανεξήγητες θηλυκές μορφές να τρέχουν στους δρόμους και παραδεισένια πουλιά, όλα μαζί δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ένα κράμα, το “Bel Esprit”. Ένας μακροσκελής χαρακτηρισμός που ουσιαστικά δεν μπορεί να προσεγγίσει απολυτά την τρίτη δισκογραφική απόπειρα των Chickn.
Το “Bel Esprit” αποτελεί μια αξιοθαύμαστη δουλειά, παρουσιάζοντας ένα κολάζ από εφέ της δεκαετίας του ’70 απογυμνώνοντας την μουσική τους μεγαλειότητα, εξαπατώντας την μάζα με ευφυή τρόπο προσέγγισης, καθώς η χρήση πνευστών και κρουστών θα ηχήσει στα αυτιά μας αιχμαλωτικά, τόσο δελεαστικά που θα επιλέξουμε να κατευθυνθούμε προς την όαση με τα εκ παράδεισου πουλιά. Από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα βιώνουμε απροκάλυπτες στιγμές σε μια διάσταση εναλλακτικής προσέγγισης του groove και της αλληλεπίδρασης αυτού με την αυξανόμενη συρροή των φωνητικών. Το “Bel Esprit” ωσάν μεμονωμένο πνεύμα μέσα στο δίσκο, εξελίσσεται βελτιώνοντας τον ίδιο του τον ήχο, αυτόνομα, με φανταχτερά τύμπανα, αδέσποτες δόσεις groove και αφανείς θορύβους. Συνεπώς, σχεδιάστηκε έτσι ώστε να ταξινομηθεί ως ηχητικό σήμα σε ένα οδικό ταξίδι στην έρημο.
Η συνέχεια καταφθάνει επιταχύνοντας το tempo με τις ποικίλες ηχητικές υπογραφές και ένα φωνητικό ταξίδι το οποίο ξεκινά με δυσοίωνους ρυθμούς και εξελίσσεται σε ουράνιο καταφύγιο. Με βεβαιότητα θα έλεγα πως η εύρεση αυτού του μεσαίου σημείου μεταξύ της πολυπλοκότητας και της αμεσότητας μπορεί να είναι μια πρόκληση, γι’ αυτό το “Sweet Geneva” μέσω των νεοκλασικών του κλίσεων και της σύγχρονης σύνθεσης του, λειτουργεί παράλληλα με κάποια ηλεκτρονικά μοτίβα και τζαζ αυτοσχεδιασμούς, με σκοπό να προετοιμάσει το βασικό ύφος του συνόλου.
Η στατικότητα αφανίζεται με το “Infrared Panda Club” να καταστρέφει οποιαδήποτε πακτωμένη στον νου αντίληψη, που άφορα την έννοια του εκσυχρονισμού και του progressive στοιχείου. Η ηχηρή επίθεση μελωδίας και του πειραματισμού τους αποκαλύπτει μια υπεροχή πολυπλοκότητα, της οποίας η αστάθεια προκαλεί τις αισθήσεις να εξαγριωθούν, φέρνοντας στη ατμόσφαιρα αναλλοίωτες με το πέρας των ετών ιδέες, που δεν φυλακίζουν τον νου αλλά τον εξιδανικεύουν. Οι Chickn, νήχονται στο δικό τους ωκεανό, σε έναν ωκεανό απέραντης πνευματικής καλλιέργειας, μέσα από τη μουσική που επινοούν ολομόναχοι μας δίνουν ακόμη μια φορά γενναιόδωρες δόσεις δημιουργικότητας με το “Candlefly” να αποτελεί, για εμένα προσωπικά, την δεύτερη ωραιότερη στιγμή του δίσκου, με τον ήχο των πνευστών, κορεσμένο, με χτυπήματα ανάφλεξης κάτω από ξέφρενη κιθάρα, δηλαδή ένα ορόσημο μιας χορωδίας που επιτρέπει στην ψυχή σου να αποδράσει, τρέχοντας σε εκείνον που θα την εξιλεώσει και θα την κάνει να αισθανθεί την λύτρωση.
Οι εύθυμες μελωδίες του “Evening Primrose” καταφθάνουν μετά το τέλος του εξαιρετικού “Candlefly”, ένα κομμάτι που διερευνά νέες περιοχές, ωθώντας τον ήχο τους σε διαφορετικούς δρόμους της ψυχεδέλειας. Ουσιαστικά, παίρνει τον προηγούμενο ήχο, και τον διαμορφώνει σε κάτι εντελώς νεοσύστατο με τις συνθέσεις του να μοιάζουν με κινηματογραφικές σκηνές κορύφωσης κάποιου φινάλε. Με απόλυτη βεβαιότητα θα μπορούσα να αναφερθώ στην ύπαρξη μιας απειλητικής κομψότητας στη φωνητική και τη μελωδία των συνθετικών τεντωμάτων.
Εάν προηγουμένως μίλησα για την δεύτερη καλύτερη στιγμή του δίσκου, η στιγμή όπου η “πένα” μου θα αγγίξει την σπουδαιότερη κατέφθασε. Το “She’ll Be Apples” αποτελεί μια ενεργητική και catchy μελωδία, φέρνοντας τις χορδές της κιθάρας στο επίκεντρο, παρέα με τις ηχηρές εκφάνσεις της τρομπέτας, συνδυάζοντας υγιείς ποσότητες “θορύβου” και “ήχου” σε αυτό που θεωρούμε “μουσική”, με σουρεαλιστικές αναφορές τόσο στην νοηματική επεξήγηση του κομματιού, αλλά και του clip που κυκλοφόρησε. Η ενδοσκοπική ποίηση και η τεράστια φωνητική εμβέλεια βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του δίσκου σε μια αμφισβητούμενη και επιδραστική πραγματικότητά, όπου η σουρεαλιστική τους εικόνα ταυτόχρονα μας κάνει να αισθανόμαστε ασήμαντοι σε ένα κεντρικό μέρος του πλανήτη. Το “She’ll Be Apples” αποτελεί ένα αφηρημένο, αισθησιακό κολάζ με ένα από τα πιο συναρπαστικά outros, αλλά και τις πιο δραματικές γραμμές του δίσκου να εκτυλίσσονται μέσα σε ονειρικές ψυχεδελικές περιπτύξεις ιριδιζόντων χρωμάτων. Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω μια μοναχική μπαλάντα με βρώμικα riffs, που ανοίγουν διάπλατα τις πύλες σε ένα ειδυλλιακό επίπεδο πνευματικής ακρόασης. Αναμφίβολα αποτελεί ένα δείγμα φιλόδοξου μουσικού πειράματος με βασικό συστατικό τα διεισδυτικά φωνητικά και την συντονισμένη προσπάθεια να συνδυαστεί το εσωτερικό σκοτάδι και το φως του συγκροτήματος.
Αργότερα, με τα “Die To Make A Living” και “Chickn Tribe” αναβιώνουμε παλαιότερες μακρινές οργανικές εξερευνήσεις, επιλογή που διατρέχει κινδύνους και ευδοκιμεί σε αντίφαση, ωστόσο η ψευδαίσθηση της στερεότητας και τα συνθετικά buzzing χρησιμεύουν ως διακεκομμένη ηχητική στίξη, καλλιεργώντας έτσι μια υπερβατική ατμόσφαιρα έντονων ραδιενεργών ήχων και οδηγώντας τον ακροατή σε πλήρη απορρόφηση. Σε αυτό το σημείο η αίσθηση της επίπλευσης είναι αμείλικτη, καθώς η μπάντα κινείται μέσα από στιγμές παραδοσιακής μελωδίας σε σκοτεινές παραμορφώσεις τροπικών τυμπάνων με σχετική ευκολία, καθυστερώντας την επιστροφή μας στο κενό. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τίποτε δεν είναι τόσο ψυχεδελικό όσο το κενό, καθώς αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τελάρο επενδυμένο με λευκή “σάρκα”, στην οποία μπορείς να οραματιστείς είτε χρώματα είτε τις σκιές που θα προκαλέσει το φως επάνω της. Αξίζει να αναφερθεί πως είναι άξια θαυμασμού η μετατόπιση μεταξύ των jazzy ρυθμών και του κοσμικού synth, η οποία διογκώνεται, με το αποτέλεσμα του ήχου να τρεμοπαίζει σαν ένα συμπαγές ζελέ με το groove και στα δύο κομμάτια να είναι βαθιά θεμελιωμένο.
Συμπερασματικά, η ψυχεδελική πειθώ φαντάζει εξίσου ανίσχυρη καθώς μέσα σε αυτή την ηχητική λωρίδα των εννέα τραγουδιών γίνονται αντιληπτά τα ethnic στοιχεία που αναμείχθηκαν με την dream pop και την funky νοοτροπία, στοιχεία που εν τέλει με αμεσότητα εισχώρησαν και απέδωσαν στον δίσκο έναν πιο ενωμένο χαρακτήρα, συγκροτημένο, επιτρέποντας του να λειτουργήσει σε πολύ διαφορετικές σφαίρες της πρωτοπορίας. Η elegant μορφή της pop λειτουργεί ως επί το πλείστον υπέρ της μπάντας εξαλείφοντας οτιδήποτε αναγκασμένο ή βίαιο. Το album έρχεται μέχρι το τέλος του, ως μια σειρά διακριτών συνθέσεων οραματίζοντας γαλήνιες στιγμές σε μια σουρεαλιστική θεά με διψασμένα ονειρικά πτηνά. Οι υφές του ήχου δημιουργούν εξάρτηση και δεν αφήνουν περιθώρια αγνόησης του δίσκου αυτού, απαιτώντας την άμεση επαφή μαζί του.