Από την πρώτη στιγμή που έφτασε στα αυτιά μου ο ήχος της Chelsea Wolfe ήξερα ότι η κάθε κυκλοφορία της θα είναι η μουσική μου συντροφιά για τα χρόνια που έχουν περάσει ήδη αλλά και για τα επόμενα. Και κάθε φορά που ακούω κάποιον δίσκο της συνειδητοποιώ ότι η μουσική της έχει έρθει για να μείνει, ενώ ταυτόχρονα είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να την κατατάξεις σε μια συγκεκριμένη μουσική κατηγορία. Καθ’ όλη την πορεία της η Chelsea Wolfe έχει αποδείξει πως η ηχητική της παλέτα είναι εξαιρετικά εκτεταμένη και η μουσική της αντίληψη μοναδική, πράγμα που φάνηκε κυρίως μέσα από το ιδιαίτερο cover του “Black Spell of Destruction” των Burzum, με το οποίο αισίως κατατάχθηκε στην metal (και πλέον όχι μόνο) μουσική κοινότητα.
Από την αρχή της μουσικής της καριέρας μέχρι και το τελευταίο της album “Abyss”, η Chelsea είναι ιδιαίτερα ενεργή μουσικά, ενώ η κάθε κυκλοφορία της αποτελεί μια έκπληξη αφού ο ήχος κινείται σε διαφορετικά μονοπάτια κάθε φορά. Με το πρώτο της (επίσημα) album “The Grime and the Glow” έκανε τα πρώτα δειλά βήματα προς το όραμά της το οποίο ήρθε το επόμενο album της “Αποκάλυψις” να το πλαισιώσει πιο ολοκληρωμένα. Παρά τη συλλογή από gothic, doom, folk, drone στοιχεία τα οποία συνδιάζει με μοναδικό τρόπο σε αυτούς τους δίσκους, ήταν σαν κάτι να έλειπε. Μετά από μια συλλογή από ακουστικά κομμάτια που άφησε να φανεί το ξεχωριστό ταλέντο της τόσο στη σύνθεση μελωδιών όσο και στους ιδιαίτερους στίχους που γράφει, κατάφερε να κάνει μια απότομη έκρηξη με την κυκλοφορία του “Pain is Beauty” το 2013, ένα εξαιρετικό album το οποίο απέσπασε θριαμβικές κριτικές και ήταν η πιο ολοκληρωμένη και πειραματική δουλειά που είχε μέχρι στιγμής, με ηλεκτρονικές επιρροές και αιθέρια φωνητικά με φρέσκο αέρα και πάντα με ένα σκοτεινό πέπλο να σκεπάζει τις συνθέσεις.
Τώρα αν το τελευταίο της album “Abyss” το οποίο κυκλοφόρησε αρχές Αυγούστου δεν αποδεικνύει την μουσική της ευελιξία, τότε δεν ξέρω τι το κάνει. Η γαλήνια φιγούρα της Chelsea που αιωρείται σε μαύρο φθαρμένο φόντο, σε κάτι που μοιάζει με το απόλυτο “τίποτα” και εξατμίζεται σε έναν ονειρικό κόσμο που ισορροπεί οριακά με την πραγματικότητα είναι το εξώφυλλο του δίσκου. Αποτελεί ελαιογραφία του καλλιτέχνη Henrick Uldalen και περιγράφει οπτικά την κατάσταση της παράλυσης του ύπνου καθώς και όνειρα που σε μεταφέρουν σε ένα επόμενο στάδιο ζωής, θέματα που αποτέλεσαν την έμπνευση για τη δημιουργία αυτού του δίσκου. Αφορά τη στιγμή εκείνη που ξυπνάς τρομοκρατημένος από έναν εφιάλτη στη μέση της νύχτας και μέχρι να αντιληφθείς πλήρως την πραγματικότητα βρίσκεσαι σε μια κατάσταση εσωτερικής ανισορροπίας, συχνά μουδιασμένος. Η συνείδηση είναι ενήμερη για την απώλεια αισθήσεων αλλά έχει εξ ολοκλήρου παραδωθεί σε αυτή την κατάσταση. Με παρόμοιο τρόπο και κατά τη γνώμη μου εντελώς εσκεμένα, η Wolfe παραδίδεται στο χάος της αβύσσου που δημιουργούν όλα αυτά τα layers από σκοτεινά ηχοτοπία και drones που χρησιμοποιεί. Είναι η πρώτη φορά που οι εξαιρετικές φωνητικές της ικανότητες δεν ξεχωρίζουν περισσότερο από τις συνθέσεις, αλλά παρουσιάζονται “θαμμένες” κάτω από αυτές, βυθισμένες στην άβυσσο του υποσυνείδητου.
Το εναρκτήριο κομμάτι “Carrion Flowers” μπαίνει με μια ξεκάθαρη δυναμικότητα και με industrial. To δεύτερο πανέμορφο κομμάτι “Iron Moon” είναι εμπνευσμένο από έναν Κινέζο εργάτη εργοστασίου και ποιητή, ο οποίος αυτοκτόνησε λόγω της μονοτονίας της καθημερινότητάς του και μιας αποτυχημένης σχέσης και εκρήγνυται με ένα τρόπο που φάνταζε αδύνατο ότι θα επιτευχθεί από την Wolfe. Το επόμενο κομμάτι (και δικό μου αγαπημένο) “Dragged out” επιτυγχάνει ό,τι ακριβώς ορίζει ο τίτλος του. Μεθυστικό, σε βάζει σε μια καταστροφική doom τροχιά, εισάγει noise στοιχεία, τρομακτικά ηχητικά εφέ εκκλησιαστικής καμπάνας που χτυπά, ενώ τα φωνητικά της Chelsea ακούγονται σαν ουρλιαχτά φαντασμάτων. Στο επόμενο κομμάτι “Maw”, ίσως το κοντινότερο παράδειγμα μπαλάντας του δίσκου, είναι ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο εναλλάσσεται και ισορροπείται η μακαύρια μελωδία των πλήκτρων με τον industrial δυναμικό ήχο της κιθάρας. Το δυσοίωνο industrial νανούρισμα του “Grey Days” και το διεστραμμένο “After the Fall” με το σχεδόν απειλητικό ήχο του synth, επίσης ξεχωρίζουν στο δίσκο. Η μελαγχολία ξεχειλίζει στα επόμενα τρία κομμάτια “Crazy Love”, “Siple Death” και “Survive” που πλαισιώνονται από στοιχειωτικά φωνητικά αλλά δεν έχουν τη δυναμική των προηγούμενων. Το “σβήσιμο” του album γίνεται με τον εφιαλτικό industrial ήχο του “Colour of Blood” και το πιο πειραματικό “The Abyss” που θα μπορούσε να αποτελεί soundtrack κάποιας ταινίας τρόμου.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ήχος σε αυτό το δίσκο είναι πολύ πιο “σκληρός” και πλούσιος ηχητικά απ’ ότι οι προηγούμενες κυκλοφορίες της, μιας και σε αυτόν συμμετέχουν ο Mike Sullivan (Russian Circles) και ο D.H. Phillips (True Widow). Συνολικά, το album αποτελεί ίσως την πιο προσωπική δουλειά της Chelsea Wolfe μέχρι στιγμής και μια ψυχρή και πανέμορφη αντανάκλαση του εσωτερικού της κόσμου και των φόβων της, ενώ ταυτόχρονα το “Abyss” τρομοκρατεί τον ακροατή από την αρχή μέχρι το τέλος. Ακόμα εδώ είστε; Τρέξτε στα δισκάδικα και βρείτε το!