Ανταπόκριση: Ζακ Ανανιάδης / Φωτογραφίες: Δημήτρης Δαλακλής (πλήρες photo report εδώ)
Οι Botch ήρθαν για να μας αποχαιρετήσουν με μια εμφάνιση μπόμπα που θα θυμόμαστε για πολύ καιρό…
Οι εξ Αθηνών Allochiria ήταν το ένα και μοναδικό support της βραδιάς και ξεκίνησαν το set τους λίγο μετά τις 9. Το σκοτεινό post-sludge metal που παίζουν καταπλάκωσε για περίπου μισή ώρα το Gagarin 205 και τους παρευρισκόμενους. Με ένα ΕΡ και 3 full-length άλμπουμ, οι Allochiria είχαν μπόλικο υλικό να διαλέξουν για αυτή τους την εμφάνιση. Δεμένη μπάντα με εξαιρετικό performance, επιβλητικός ήχος και αρκετά ατμοσφαιρικός, αξιόλογα τα growls της τραγουδίστριας, ένα ιδανικό warm-up εν αναμονή των Botch.
Περασμένες 10, lights out, κι από τα ηχεία ακούγεται το “Showroom Dummies” των Kraftwerk αλλά από Señor Coconut στη electro-latin εκδοχή του (φαινομενικά άκυρο αλλά το πιάσαμε το υπονοούμενο…), ενώ ακολουθεί το “Swimming The Channel Vs. Driving The Chunnel” προηχογραφημένο, ως intro. Eισερχόμενοι στη σκηνή οι Botch εισπράττουν μια θερμότατη υποδοχή, και χωρίς πολλά πολλά ξεκινάνε με το “To Our Friends In The Great White North”. Ανελέητο κοπανητό στις πρώτες σειρές κι ακριβώς κάτωθεν της σκηνής, με το crowd-surfing να ξεκινάει από νωρίς.
Ξεσπάσματα ενθουσιασμού από όλους στο κενό μετά το πέρας του πρώτου κομματιού, οι τυπικές αλλά πάντα ευπρόσδεκτες καλησπέρες από την μπάντα, και ακολουθούν τα “Mondrian Was A Liar” και “John Woo”. Σε γενικές γραμμές ανά δύο τραγούδια το πήγαιναν τα παιδιά για τις απαραίτητες ανάσες. Όσο να ‘ναι έχουν περάσει τα χρόνια, αλλά μυαλό δε βάνουν, όπως θα έλεγε και μια ψυχή… Η ενέργεια των Botch ήταν στο ταβάνι, μαζί και του κόσμου που το ζούσε από κάτω.
Ένα από τα πλεονεκτήματα του να παρακολουθείς το λάϊβ από τον εξώστη, χωρίς περισπασμούς και παρελκόμενα, είναι το focus στις λεπτομέρειες – σε αντίθεση με το pit που κυριαρχεί ο παλμός και η κίνηση, κοινώς η κλωτσοπατινάδα. Η μουσική των Botch εξυπηρετεί και τις δυό “πλευρές”: είτε πας να κοπανηθείς σα να μην υπάρχει αύριο και να ξελαμπικάρεις, είτε αγκυροβολείς στο ιδανικό σημείο και κάνεις geek-out. Δεκτά και τα δύο. Αλλά μιας και οι αντοχές μου έχουν αρχίσει και μπάζουν νερά ακολούθησα το δεύτερο. Και δεν το μετάνιωσα στιγμή διότι η απολαυστική ακολουθία των “Spaim”, “Japam” και “Framce” από το ΕΡ An Anthology Of Dead Ends, με αποζημίωσε.
“Oma” από το American Nervoso (επίδειξη math δυνατοτήτων) και “Thank God For Worker Bees” ήταν τα επόμενα κομμάτια, με τους Botch να έχουν ζεσταθεί για τα καλά, όντας νευρικότατοι και σχεδόν αεικίνητοι επί σκηνής. Μπορείς να πεις ότι το show που έβλεπες δεν είχε να ζηλέψει και πολλά από το παρελθόν τους. Ο επαγγελματισμός τους σε συνδυασμό με το πάθος τους για το αντικείμενο επισκίαζε την όποια αμφισβήτηση.
Ακολούθησαν τα “122” (το πιο straight κομμάτι τους, πιθανόν και το κύκνειο άσμα τους) και “Transitions From Persona To Object”, οπού ο David Knudson έδωσε ρέστα με τις κιθαριστικές του μαεστρίες και παρέδωσε μαθήματα σωστής χρήσης εφέ και πεταλιών. Πρώτα λούπαρε το τελευταίο riff του κομματιού, έπειτα παρέδωσε την κιθάρα του στον roadie, και εν συνεχεία παρέμεινε σκυμμένος πάνω απο το looper και τα πετάλια του tweaking the shit out of ’em, “κανιβαλίζοντας” το θέμα ως το τέλος με μια noise κορύφωση. Η χαρά του πειραματιστή δηλαδή.
Στο “Hutton’s Great Heat Engine” ο Dave Verellen ανεβασμένος σε δύο monitor της σκηνής, τραγουδούσε με τον κόσμο “It’s so quiet here …” – δευτερόλεπτα πριν εκσφενδονιστεί στον αέρα και προσγειωθεί επί σκηνής on time με τους υπόλοιπους Botch, ουρλιάζοντας στο μικρόφωνο του “And the heat is my new friend!”. Εδώ ανατριχιάσαμε λίγο…
Μετά από ένα σύντομο break η μπάντα επέστρεψε για το encore παίζοντας το γλυκόπικρο “Afghamistam” σε μια πιο expanded εκτέλεση, με τον μπάσιστα Brian Cook στα φωνητικά και τον drummer Tim Latona στα πλήκτρα, βάζοντας για λίγο στην άκρη τις άρτιες τυμπανικές του ικανότητες. Ακολούθησε το “C. Thomas Howell As The «Soul Man»”, όπου τα tapping του κιθαρίστα ήταν μια ευχάριστη προσθήκη στο κομμάτι. Για το φινάλε οι Botch είχαν κρατήσει το “Saint Matthew Returns To The Womb”, και με το sludge outro του “Hives” κολλημένο στο τέλος του ήταν ότι πιο ταιριαστό και μεγαλειώδες για κλείσιμο.
Αποθέωση και συγκίνηση, respect, και gratitude που είδα(με) την μπάντα αυτή live. Παθιασμένοι και ενθουσιώδεις στην κορύφωση του ευρωπαϊκού αυτού tour, μιας και η Αθήνα ήταν ο τελευταίος τους προορισμός, οι θρυλικοί Botch μας χάρισαν τις καλύτερες αναμνήσεις, και μια από εκείνες τις βραδιές-εμπειρίες που, συνήθως, μόνο οι ψιλιασμένοι εκτιμούν.