Ορισμένες φορές, η παραίτηση ενός frontperson μιας μπάντας σηματοδοτεί και την τελική ευθεία προς την παρακμή και διάλυση. Άλλες, πάλι, σπανιότερες φορές, αποδεικνύεται ό,τι καλύτερο μπορούσε να τους συμβεί. Την πρώτη φορά που αυτό συνέβη στους νορβηγούς Blood Command, όταν περίπου πριν δέκα χρόνια, και μόλις είχαν κυκλοφορήσει το δεύτερο άλμπουμ τους, παραιτήθηκε η αρχική τους τραγουδίστρια Silje Tombre, ήταν μια περίπτωση της δεύτερης των παραπάνω εκδοχών. Η αντικαταστάτριά της, Karina Ljone, δεν είχε μόνο τα φόντα να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του ρόλου, αλλά λίγα χρόνια αργότερα, στο τρίτο άλμπουμ τους “Cult Drugs”, μάλλον τα κατάφερε καλύτερα από όσο θα μπορούσε η προκάτοχός της, με την τροπή που πήρε ο ήχος τους.
Ποια η πιθανότητα να συνέβαινε το ίδιο και δεύτερη φορά; Κι όμως, λίγο πριν την πανδημία, κι αφού οι Blood Command είχαν ήδη ηχογραφήσει για το επόμενο άλμπουμ τα φωνητικά της Karina, κι εκείνη παραιτήθηκε, αναζητώντας την αντικαταστάτριά της στην απέναντι άκρη του κόσμου – κυριολεκτικά – στην Αυστραλία, τη βρήκαν στο πρόσωπο της ιδανικής με βάση το βιογραφικό της Nikki Brumen, η οποία είχε υπάρξει τραγουδίστρια των Pagan, της τόσο συγγενικής σε αυτούς ηχητικά, αυτοκαθοριζόμενης ως Death Pop μπάντας που είχε μόλις διαλυθεί μετά το πρώτο και μόνο τους άλμπουμ. Και παρ’όλο που λόγω καραντίνας αναγκάστηκε να επανηχογραφήσει όλα τα μέρη της Karina, προτού καν γνωρίσει τους συνεργάτες της στη μπάντα από κοντά, όχι μόνο το “Praise Armaggedonism”, που κυκλοφόρησε μόλις πέρυσι, ήταν η καλύτερη δουλειά της μπάντας, αλλά έδειξε πως το εύρος των δυνατοτήτων της Nikki τους διεύρυνε τους υπάρχοντες, ή και άνοιγε νέους δρόμους στον ήχο της μπάντας.
Από τα πρώτα βήματα των Blood Command, ήταν φανερή η ευχέρεια με την οποία ο Yngwe Andersen κατάφερνε να χωράει πιασάρικες κιθαριστικές μελωδίες, κυρίως στα ρεφρέν, παρά τα ουρλιαχτά φωνητικά στη μεταλλίζουσα hardcore punk που παίζει η μπάντα. Με τα πλήκτρα σε πιο προβεβλημένη θέση στο “Praise Armaggedonism”, και τα καθαρά φωνητικά της Nikki, κατάφεραν να δημιουργήσουν μουσική στην οποία μπορούσαν επιτυχημένα να συνυπάρξουν pop-punk, χορευτικοί ρυθμοί, metal riffs, ουρλιαχτά φωνητικά, και τόσο κολλητικά στα αυτιά ρεφρέν, όσο είχαν κάποτε μπάντες σαν τους HIM. Η συνταγή του άλμπουμ ήταν τόσο αριστοτεχνικά εκτελεσμένη που, ακόμη και για τον γράφοντα που τρέφει χρόνια απέχθεια προς οτιδήποτε “μυρίζει” pop-punk, το “Praise Armageddonism” ήταν όχι απλά απολαυστικό, αλλά συγκαταλέγεται στα καλύτερα άλμπουμ της περσινής χρονιάς.
Ίσα-ίσα που πέρασε ένας χρόνος, και μετά από αυτό που θα μπορούσαμε και να αποκαλέσουμε θρίαμβο, οι Blood Command καταφέρνουν και χύνουν την καρδάρα με το γάλα. Δεν μπορώ να φανταστώ τί τους έπιασε και στο νέο, τέταρτο άλμπουμ τους, “World Domination”, αποφάσισαν – συνειδητά όπως φαίνεται – να αποδομήσουν (κυριολεκτικά) πλήρως την παραπάνω επιτυχημένη συνταγή. Και δεν το εννοώ με την έννοια κατά Derrida (δεν έχω μελετήσει φιλοσοφία), ή κατά Carson (στη γραφιστική), αλλά όπως συναντάμε τον όρο στη μαγειρική τέχνη. Κι αν κάποιο άτομο υποστήριξει πώς όταν τους σερβίρεται αποδομημένη χωριάτικη σαλάτα, με τα υλικά στεγνά και χωρισμένα σε μικρές στοίβες, άντε με μια υποψία ραντισμένου λαδιού στο πιάτο, τη βρίσκει εξίσου λαχταριστή, κόβω το χέρι μου ότι ψεύδεται.
Αυτό, λοιπόν, μας παρουσιάζουν εδώ οι Blood Command: με την εξαίρεση ορισμένων, μόνο, που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ολοκληρωμένων κομματιών που ακολουθούν τη φόρμουλα που γνωρίσαμε στο προηγούμενο άλμπουμ, πχ το “Forever Soldiers of Esther”, ή άλλων που αποτελούν επιτυχημένες παραλλαγές σε αυτή, όπως το κορυφαίο αυτής της φουρνιάς crossover “The Plague on Both Your Houses”, με με το Megadeth-ικό riff. Άλλοτε πειραματίζονται, τόσο με τις διαφορετικές τάσεις τους, ώστε να καταλήγουν σε αποτυχία, όπως στην trap μετριότητα “Burn Again”, την αδιάφορη pop μπαλάντα “Decades”, τη μελωδία της οποίας στο παρελθόν θα χρησιμοποιούσαν άνετα σε ρεφρέν κάποιου δυναμικού κομματιού, αντί να σπαταλήσουν έτσι απογυμνωμένη, το industrial/techno “Welcome to the Next Level Above Human”, που ακούγεται πιο άβολο κι από τις οικτρές απόπειρες που έκαναν κάποιες metal μπάντες πειραματιζόμενες με την techno τη δεκαετία του ’90, ή το “Losing Faith”, που χαραμιζεται από την ξέπνοη stripped back ακουστική εκτέλεση. Στο ομότιτλο, δε, ξεδιάντροπα pop κομμάτι, με το μετριότατο ραπάρισμά του, έχοντας δει βίντεο από ζωντανή εκτέλεσή του με προηχογραφημένα backing vocals να αδικεί κατάφορα τη Nikki, που ειδικά στις ζωντανές εμφανίσεις της μπάντας αποτελούσε πραγματικά στοιχειακή δύναμη.
Κι αυτά τα πλήρη κομμάτια πλαισιώνονται από αυτά που μοιάζουν απομονωμένα προσχέδια, σε τμήματα που διαρκούν από μισό μέχρι και ολόκληρο λεπτό, ένα riff με blast beats ή d-beats, με ή χωρίς ένα πιασάρικο ρεφρέν, μέχρι και blackened crust τέτοιο κομματάκι, που, όμως, αντί να συνθέσουν αυτά τα μέρη σε τραγούδι, τα άφησαν έτσι, σαν τη στοίβα με το αγγουράκι στη μια γωνία και τη ντομάτα σκέτη στο κέντρο του πιάτου εκείνης της προαναφερθείσας χωριάτικης σαλάτας. Το χειρότερο δεν είναι καθ’αυτό ότι απέτυχαν οι πειραματισμοί, όσο ότι ακούγοντας το “World Domination”, έχοντας ή όχι την εμπειρία του “Praise Armageddonism” που μόνο την εντείνει, έχεις την αίσθηση ότι κρύβεται ένα πολύ καλύτερο άλμπουμ στα 36 αυτά λεπτά, που δυστυχώς δεν έφτασε σε μας.