Αυτό εδώ δεν είναι μια κανονική συναυλιακή ανταπόκριση. Γιατί δεν θα μιλήσουμε και για μια κανονική συναυλία. Αυτό είναι μια προσπάθεια να μεταφέρουμε λίγες σκόρπιες σκέψεις για όσα ζήσαμε το βράδυ της Παρασκευής στο Floyd. Μια προσπάθεια να βάλουμε σε λέξεις ακατέργαστα ακόμα συναισθήματα, με όση συνοχή μπορούμε, σε μια κάπως άγαρμπη προσπάθεια να καταλάβουμε τι έγινε, και τι πρόκειται να γίνει ακόμα… Γιατί τώρα που γράφονται αυτές οι αράδες, βράδυ Σαββάτου, έχει ήδη ανακοινωθεί τρίτη μέρα Guardian για την ερχόμενη Τετάρτη, και όσο και να τους εκτιμάς σαν μπάντα, κάπου πιάνεις τον εαυτό σου να ξύνει την κούτρα του και να αναρωτιέται τι στο δαίμονα γίνεται…
Εντάξει, ναι, αγαπημένοι του ελληνικού κοινού και με ιδιαίτερη σχέση και όλα αυτά που έχουν γραφτεί ξανά και ξανά και ξανά, αλλά μήπως κάπου να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε λίγο τι συμβαίνει; Γιατί κακά τα ψέματα, μιλάμε για μία από τις πλέον αντιτουριστικές μπάντες εκεί έξω, έτσι; Ούτε σκηνικά πολλά, ούτε κουστούμια, ούτε κάνα ιδιαίτερο show, ούτε τίποτα. Οι κιθαρίστες με το ζόρι κουνάνε το κεφάλι τους, ο μπασίστας κρύβεται κάπου δίπλα στα τύμπανα, ενώ ας μη γελιόμαστε, ακόμα δε γεννήθηκε ο άνθρωπος που θα περιγράψει τον Hansi σαν χαρισματικό frontman.
Και μετά με έναν μυστήριο τρόπο αν τα βάλεις όλα αυτά στο ίδιο τσουκάλι, και προσθέσεις και ένα κοινό που ξέρει την μπάντα απέξω και συνδέεται συναισθηματικά μαζί της, κάπως έρχονται όλα και δένουν και προσφέρουν μια εμπειρία που σχεδόν δε βγάζει νόημα το πόσο καλή είναι.
Πάρτε το “Bard’s Song” για παράδειγμα. Ακόμα και ο φανατικότερος οπαδός των Guardian δεν πρόκειται να ισχυριστεί ότι είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γραφτεί ποτέ, μάλλον οι πιο σκληροπυρηνικοί δε θα το βάλουν ούτε στα καλύτερα κομμάτια της ίδιας της μπάντας, αλλά ξέρετε τι; Ο τρόπος που αποδίδεται το συγκεκριμένο κομμάτι στα live τους, πλέον είναι τόσο κλασικός που αποτελεί μία συναυλιακή εμπειρία που πώς το λένε, οφείλεις να την ζήσεις τουλάχιστον μια φορά στη ζωή σου. Βλέπετε πού το πάμε; Μερικά πράγματα όταν εκφραστούν στις κατάλληλες συνθήκες, με έναν μαγικό τρόπο εξυψώνονται σε εμπειρίες που ξεπερνούν κατά πολύ το αρχικό τους απόβαρο.
Και αυτό ακριβώς είναι ένα ένα live των Guardian. Μια εμπειρία. Ένα σημείο στο χωροχρόνο όπου η αγάπη για το φανταστικό και λίγο περισσότερο για τον εκπληκτικό κόσμο του Καθηγητή τραγουδιέται με όλη μας τη δύναμη. Ένα σημείο που οι πάνω στη σκηνή με τους κάτω, έχουν τόσα κοινά, που κανένας δεν χρειάζεται να εξηγήσει στο διπλανό του γιατί είναι αστείο το ότι δεν μπορεί κάποιος να περπατήσει απλά στη Mordor και τι είναι τα Silmarils. Είναι το safe place πολλών. Και αν κρίνουμε από το διπλό sold out και την προσθήκη τρίτης μέρας, είναι αρκετοί αυτοί οι πολλοί. Που μπορεί να ακούγονταν κατά την έξοδο εκφράσεις τύπου, ρε φίλε μεγαλώσαμε, με πεθαίνουν τα πόδια μου, φεύγω σφαίρα γιατί αύριο έχω υποχρεώσεις και άλλα τέτοια γεροντίστικα αλλά τα χαμόγελα ήταν μέχρι τα αυτιά.
Στα τυπικά, Floyd κομπλέ, εξαερισμός/κλιματισμός μια χαρά, στον ήχο υπήρχαν κάποια ξεκάθαρα θέματα προς το τέλος αλλά συμβαίνουν αυτά. Κόπηκαν σχεδόν τα πάντα στο Mirror Mirror και όχι απλά δεν ξενέρωσε κανένας, η φάση ήταν μην αγχώνεστε εδώ είμαστε εμείς, ξέρουμε και όλα τα λόγια, το ‘χουμε! Προφανώς το Valhalla κράτησε κάνα τέταρτο, τραγουδήσαμε όλο το Bard’s song, ακούσαμε τον Hansi να μας λέει ένα κάρο… αστεία, όλα καλά!
Εν κατακλείδι, όσο και αν δε κάποιους δεν αρέσει το power metal και το θεωρούν τραλαλά τραλαλό, μεγαλώνοντας συνειδητοποιείς όλο και περισσότερο πόσο χρειαζόμαστε αυτήν την αθωότητα, αυτήν την παιδικότητα του να τραγουδάμε τραγούδια για Χόμπιτ, Νάνους, Ανθρώπους και Ξωτικά και Dr. Stein (για να πάμε και λίγο στο καλοκαίρι). Τα sing-alongs στο Valhalla δεν λένε κάτι -σιγά τη σύνδεσή μας με την κουλτούρα των Βίκινγκς ας πούμε-, είναι απλά η κορύφωση του happy place, ένα ευχαριστώ στους βάρδους που τόσα χρόνια μας έχουν πάρει απ’ το χέρι και μας δείχνουν άλλους κόσμους. Αν προλάβετε κάντε μια βόλτα από Floyd την Τετάρτη, είναι κρίμα να μην ζήσετε αυτό που συμβαίνει στις συναυλίες των Blind Guardian. Οι υπόλοιποι ξέρετε:
VALHAAAAALLA – DELIIIVERANCE – WHY’ VE YOU EVER FORGOTTEN ME
Ανταπόκριση: Παναγιώτης Αντωνίου – Μανώλης Ροδοκανάκης / Φωτογραφίες: Fuzz Productions