Εκείνη την εποχή που έκαναν τα πρώτα βήματά τους οι Baroness, στα μέσα των 00’s, αφού πια τα περισσότερα ιδιώματα του metal είχαν ξεκινήσει να σπάνε τα στεγανά ή φτάσει στην πλήρωση πρωτού πέσει η αυλαία της προηγούμενης χιλιετίας, το έδαφος ήταν γόνιμο για τέτοια φρέσκα σε ήχο εγχειρήματα. Κι αν η μπάντα απο τη Σαβάννα της Γεωργίας των Η.Π.Α. αρχικά καταχωρήθηκε στην ακμάζουσα κατά εκείνη την περίοδο sludge σκηνή, μάλλον περισσότερο γεωγραφικός, λόγω της καταγωγής τους από το νότο, υπήρξε ο προσδιορισμός αυτός, καθώς όσο κι αν δεν υπολειπόταν σε groove η μουσική τους, ποτέ δεν ακούστηκε τόσο πολύ βυθισμένη σε αυτή τη χαρακτηριστική “μούργα” που προσέδιδε την ονομασία του ιδιώματος. Μάλλον δύο φαινομενικά αντίρροπα είδη ήταν που γεφύρωναν, alternative και progressive metal, και μάλιστα με τρόπο που ήταν εξαρχής μοναδικός και τους καθιστούσε τόσο αναγνωρίσιμους όσο και η εκπληκτικές εικονογραφήσεις του πολυταλαντούχου κιθαρίστα και τραγουδιστή John Baizley για τα εξώφυλλα των δίσκων τους.
Κι όμως πριν περίπου μια δεκαετία παραλίγο αυτή η ολοένα και ανοδική πορεία να διακοπεί πρόωρα, όταν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το τρίτο album “Yellow & Green” παρ’ ολίγο να στοιχίσει τη ζωή των μελών της μπάντας. Μπορεί οι Baroness να σώθηκαν, αλλά δεν γλίτωσαν δίχως σοβαρούς τραυματισμούς, που είτε για κάποια μέλη κατέστησαν αδύνατη για το διάστημα αποθεραπείας την ενασχόληση με τη μουσική, είτε οδήγησαν άλλα στην παραίτηση.
Η επιστροφή λίγα χρόνια αργότερα ήταν το λιγότερο θριαμβευτική, με ένα album (“Purple”) το οποίο, αν δεν ήταν για την κάπως εξεζητημένη παραγωγή που τοποθετούσε τα φωνητικά σχεδόν αμάμεσα στις κιθάρες στη μίξη όπως στις προηγούμενές τους δουλειές, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως άνοιγμα σε ευρύτερο κοινό. Το οποίο κοινό καθώς και κριτικοί παρ’ όλα αυτά εναγκάλισαν, με αποκορύφωμα την υποψηφιότητα για Grammy του single “Shock Me”. Στην επόμενη, και τελευταία μέχρι πρότινος δουλειά τους, το μεγαλεπήβολο ακόμη και για τα δεδομένα της μπάντας “Gold & Grey”, προχώρησαν ακόμη πιο πέρα, διολισθαίνοντας ακόμη περισσότερο προς τα όρια της metal, διευρύνοντας τα στοιχεία από progressive κι alternative rock, αφήνοντας παράλληλα πίσω τις όποιες ανεξήγητες πλέον εκκεντρικότητες στη μίξη.
O νέος, έκτος δίσκος των Baroness “Stone”, παρά το γεγονός ότι είναι πρώτη φορά που ο τίτλος δεν έρχεται από κάποιο χρώμα, σαν να σηματοδοτεί κάτι καινούργιο, μάλλον ακολουθεί το δρόμο που διάνοιξαν οι δύο προηγούμενες κυκλοφορίες τους. Γαλήνιες κι εσωστρεφείς, ατμοσφαιρικές ή ψυχεδελικές στιγμές βρίσκονται διασκορπισμένες ανάμεσα στα χαρακτηριστικά για την μπάντα groovy και δυναμικά μέρη, τα οποία διαθέτουν όλα τα γνωρίσματα του μας έχουν συνηθίσει: παθιασμένα, φωναχτά αλλά ταυτόχρονα καθαρά και εκφραστικά φωνητικά, ανθεμικά ρεφραίν, οργιαστικές κελαρυστές μπασογραμμές και σύνθετα ρυθμικά μοτίβα στα τύμπανα, ογκώδη κιθαριστικα riffs και μελωδικά leads, ένα συνολικά επικών διαστάσεων ήχο που αυτή τη φορά φαντάζει περισσότερο από ποτέ διαμορφωμένος για αχανείς αρένες.
Είναι απόδειξη της συνθετικής δεινότητας των Baroness πως καταφέρνουν να κάνουν ένα τόσο λεπτοδουλεμένο στη λεπτομέρεια και περίπλοκο, αποτελούμενο από τόσες διαφορετικές αποχρώσεις ήχο να ακούγεται τόσο προσβάσιμος. Τί άλλο απαιτείται για να τοποθετηθει μια μπάντα στις ολύμπιες κορυφές του metal αν όχι μια μια αλάθητη πορεία δύο δεκαετιών;