To AthensRocks επέστρεψε δυναμικά και φέτος, ίσως πιο δυναμικά από ποτέ, με headliners τους Ghost, οι οποίοι βρέθηκαν μετά από 9 χρόνια και πάλι χώρα μας, αλλά αυτή τη φορά ως μια από τις μεγαλύτερες μπάντες εκεί έξω. Και την Κυριακή το βράδυ επιβεβαίωσαν το τρέχον status τους πανηγυρικά.
Ανταπόκριση: Πάνος Κουτσουράδης, Σπύρος Zαρμπαλάς / Φωτογραφίες: Cristina Alossi
Ακολουθώντας πιστά το πρόγραμμα οι Typhus ανέβηκαν στη σκηνή, αναλαμβάνοντας το δύσκολο έργο να ζεστάνουν τον κόσμο. Και τα κατάφεραν μια χαρά, παρόλο που ο ήχος τους δεν ταίριαζε με τις υπόλοιπες μπάντες. Έχοντας μαζί τους το πολύ δυνατό ντεμπούτο τους, “Mass Produced Perfection”, μας εξαπέλυσαν για μισή ώρα το speed-ατο thrash metal τους, κουνώντας αρκετά κεφάλια που είχαν μαζευτεί μπροστά. Πολύ καλή και σφιχτοδεμένη εμφάνιση από μια μπάντα που ξέρει πως να κερδίζει τον κόσμο. (Π.Κ.)
Οι Candlemass είναι μια μπάντα με φανατικό πυρήνα οπαδών στην χώρα μας, και ένας από τους βασικούς λόγους είναι η σταθερά καλή απόδοσή τους live. To μπάσιμο με “March Funebre”/”Mirror Mirror” αποδείχθηκε ιδανικό, και ο στιβαρός, βαρύς και πεντακάθαρος ήχος παρακίνησε ακόμα και τον κόσμο που δεν τους ήξερε να παρασυρθεί στους αργούς τους ρυθμούς. Με τον μουντό καιρό να τους βοηθάει να νιώσουν «σαν στο σπίτι τους» όπως είπε χαριτολογώντας και ο Johan Längqvist, οι θρύλοι του doom επικεντρώθηκαν στους πρώτους 2 δίσκους της μπάντας και σε κομμάτια – μνημεία όπως τα “Bewitched” και “Dark Are the Veils of Death” (τι riff!).
O αρχοντικός ηγέτης της μπάντας Leif Edling επέβλεπε το «δημιούργημά του» ενώ οι Björkman/Johansson οδηγούσαν τον κόσμο σε ασταμάτητο headbanging. Η αυλαία έπεσε με τo εμβληματικό “Solitude”, και παρότι έπαιξαν σε μια άχαρη θέση στο lineup, οι Candlemass μας σέρβιραν μια εμφάνιση με στόφα headliner που αποζημίωσε τους φίλους της μπάντας που είχαν έρθει από όλη την Ελλάδα. (Σ.Ζ.)
Στις 20:00 ακριβώς ανέβηκαν στην σκηνή οι local heroes, όπως τους χαρακτήρισε ο Papa. Με φόντο το εξώφυλλο του “Κατά τον δαίμονα εαυτού” πίσω από τον Θέμη και φωτιές που έσκαγαν την κατάλληλη στιγμή ξεσηκώνοντας το κοινό, οι Rotting Christ μας χάρισαν μια ώρα μυσταγωγίας κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό. Ο συνδυασμός του πολύ καλού ήχου με την επιβλητική παρουσία της μπάντας έκαναν τον κόσμο να χτυπιέται ασταμάτητα, να δημιουργούνται κάθε τρεις και λίγο pits, ενώ κάποια στιγμή άναψαν και κάποια καπνογόνα.
Το μόνο παράπονο που μπορεί να έχει κάποιος ήταν ότι το setlist περιορίστηκε αρκετά στους τρεις τελευταίους δίσκους. Κατά τα άλλα η εμφάνιση των RC ήταν άψογη, αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά πόσο μεγάλη μπάντα και πόσο στενή σχέση έχουν με το κοινό τους. Τις καλύτερες στιγμές μας τις χάρισαν τα “Demonon Vrosis”, “Grandis Spiritus Diavolos”, “Non Serviam”, “Societas Satanas” και “Noctis Era”, το οποίο έκλεισε πανηγυρικά το setlist και προετοίμασε κατάλληλα το έδαφος για το επικό show των Ghost. (Π.Κ.)
H διάχυτη αίσθηση προσμονής ήταν πολύ έντονη στο break πριν τους Ghost, καθώς η πλειοψηφία του κοινού θα έβλεπε τους Σουηδούς για πρώτη φορά ζωντανά, ενώ για τους υπόλοιπους είχαν περάσει σχεδόν 10 χρόνια, στα οποία η μπάντα γιγαντώθηκε. Τα πηγαδάκια, το τρέξιμο και οι ανακατατάξεις στο κοινό υπό τους ήχους των “Klara stjärnor” και “Miserere Mei, Deus” μπροστά στο επιβλητικό και πανέμορφο σκηνικό του stage είχαν δημιουργήσει μια εικόνα ασυνήθιστη, που έφερνε σε βουβό κινηματογράφο.
Και ξαφνικά, “Imperium” και όλοι βρίσκονται σε θέση προσοχής περιμένοντας την έναρξη. Το πανέμορφο 70s rock του “Kaisarion” έφερε μια έκρηξη χαράς και πανικού στον χώρο, πετυχαίνοντας τον σκοπό του μιας και είναι κομμένο και ραμμένο για αυτόν τον ρόλο. Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη ότι τίποτα δεν θα ήταν τυχαίο στην εμφάνιση των Ghost, όπως θα φαινόταν και από την συνέχεια με το “Rats” που δεν άφησε κανέναν να πάρει ανάσα. Κόσμος όλων των ηλικιών και ακουσμάτων χόρευε, πάρταρε και τραγούδαγε κάθε στίχο με τον Papa Emeritus στον άτυπο ρόλο του μαέστρου να οδηγεί την βραδιά στην αποθέωση. Τα φτερά δράκου, οι διαφορετικές στολές, το κλασικό πλέον ειρωνικό του χιούμορ, και όλα αυτά χωρίς να ξεφεύγει στιγμή από την περσόνα – ακόμα και στις ομιλίες ανάμεσα στα κομμάτια, μιλάει με την ένρινη φωνή του Papa.
Για απόδοση και παιξίματα δεν υπάρχει καν λόγος σχολιασμού, τα Nameless Ghouls είναι μια αλάνθαστη και αρτιότατη ορχήστρα που έχουν εκλείψει και την χρησιμότητα των backing tracks στην μπάντα, δίνοντας έτσι και το κάτι παραπάνω εφόσον με 9 άτομα πάνω στο stage είχες πάντα κάποιον να παρατηρείς, ακόμα και τις στιγμές που έλειπε ο Papa .Το “Ritual” ήρθε ως δώρο στους παλιούς οπαδούς της μπάντας, ενώ είδαμε μέχρι και τον «πατέρα του», Papa Nihil, να έρχεται με φορείο σαν ζωντανός νεκρός και να παίζει το sax solo στο “Miasma”. To –ήδη άψογο απ’όλες τις απόψεις- live πάτησε κορυφή με το μαγικό και προσωπικό αγαπημένο “Mary On a Cross” και το φοβερό outro του “Respite on the Spitalfields”, που κανείς δεν ήθελε να τελειώσει.
Κορυφή είπα; Άκυρο. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Papa να μας «διώξει», μας έταξε 3 κομμάτια, στα οποία ο χαμός που έγινε οn και off stage κατατάσσει δικαιολογημένα την συναυλία σε ένα κλειστό club με τα καλύτερα live αυτής της μουσικής στην χώρα μας. To crescendo ξεκίνησε το “Κiss the Goat”, συνέχισε το “Dance Macabre” με χορό από την πρώτη μέχρι την τελευταία σειρά, και ολοκληρώθηκε με το “Square Hammer”, που όσο και αν λοιδωρείται είναι ένα σπάνιο κομμάτι που ελάχιστες μπάντες θα μπορούσαν να έχουν γράψει.
Όπως ανέφερα και νωρίτερα, ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας των Ghost πλέον είναι ότι ήταν τα πάντα υπολογισμένα με μαεστρική ακρίβεια· το show, τα props, η φοβερή ροή του setlist, τα «παιχνίδια» μεταξύ των μελών αλλά και με το κοινό. Μια μηχανή που πλέον έχει δέσει, κουρδίσει και προγραμματιστεί τόσο καλά που είναι αδύνατον να πάει κάτι λάθος. Aλλά αυτό που με εντυπωσίασε προσωπικά και έκανε την μεγαλύτερη διαφορά σε σχέση με την τελευταία τους εμφάνιση εδώ, είναι ο αέρας που έχει πλέον ο Tobias Forge στο stage. Δεν είναι πια σε μια μπάντα που προσπαθεί να καθιερωθεί και να ανέβει σκαλιά, είναι στην κορυφή και το ξέρει πολύ καλά. Και το ότι κατάφερε την επιτυχία αυτή με τον δικό του ασυμβίβαστο τρόπο, εκπληρώνοντας το όραμά του χωρίς εκπτώσεις, τον έχει κάνει να μπορεί να το χαρεί απόλυτα, κάτι που φαίνεται σε κάθε του κίνηση. (Σ.Ζ.)