Λίγο μετά τις εννιά της Πέμπτης, στο venue του Piraeus Academy, αναμένουμε μια εμφάνιση, τεσσάρων ανθρώπων που έχουμε ξαναδεί στη χώρα μας, κάποιοι από εμάς ως πιο πρόσφατοι ακροατές με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, ενώ κάποιοι άλλοι σταθεροί φανς του συγκροτήματος πλάι τους σε κάθε βήμα της μουσικής τους πορείας.
Ο κόσμος έχει συγκεντρωθεί κυρίως προς τα πίσω, αφήνοντας ένα ευνοϊκό σχετικά κενό στη μέση αλλά και προς το μπροστινό μέρος του venue, το οποίο αρχίζει να επικαλύπτεται, με την έναρξη του live και την εισαγωγή του πρώτου κομματιού.
Ανταπόκριση: Ευτυχία Διαμαντή / Φωτογραφίες: Μαργαρίτα Κουρή (περισσότερες εδώ)
Οι Apocalyptica, εμφανίζονται on stage και μας συμπαρασύρουν στον ήχο τους με το άκουσμα του πρώτου intro, του θρυλικού τραγουδιού των αστείρευτων Metallica. Tο “Enter Sandman”, προκαλεί έναν εμφανή ενθουσιασμό και αναζοπυρώνει το κοινό το οποίο αρχίζει να τραγουδά μηχανικά τους στίχους. Ο πολύπλευρος συνδυασμός των τσέλο, αφήνει ένα εντυπωσιακό ηχητικό αποτέλεσμα με πολλούς ελιγμούς κατά τη διάρκεια των κομματιών, αλλά παράλληλα η απουσία των ντραμς στο πρώτο σετ τους γίνεται εμφανής, γεγονός που μας κάνει να τα αναζητούμε πιο έντονα για να ολοκληρωθεί στο μυαλό μας αλλά και στο άκουσμα, ένας πιο άρτιος και μεστός ήχος. Με τους ίδιους να έχουν ξεκινήσει δυναμικά προθερμαίνοντας τον κόσμο, στο “Master Of Puppets”, τη δεύτερη κατά σειρά διασκευή, προωθούν ακόμα πιο δυναμικά το χαρακτήρα του τσέλου, ενώ ο κόσμος συνεχίζει να σιγοτραγουδά το κομμάτι. Ο Eicca μας ευχαριστεί για την παρουσία μας, καλησπερίζει την Αθήνα και τονίζει ότι σήμερα εμείς θα είμαστε οι τραγουδιστές της βραδιάς. Εμείς, προωθούμε το αίτημά του μεταξύ μας, και με τις μπίρες μας συνεχώς γεμάτες να διαδέχονται η μία την άλλη, επαναλαμβάνουμε μαζί του, τους στίχους όλων των κομματιών. Έχω μπροστά μου τον Paavo, ο οποίος ανασηκώνει τα χέρια του και μας κάνει συνεχώς νεύματα ενθουσιασμού και γκριμάτσες ενσαρκώνοντας εκείνο τον καλλιτέχνη που σε παροτρύνει να ανέβεις στη σκηνή να παίξεις μαζί του.
Στα “Harvester of Sorrow”, “The Unforgiven” και “Sad But True”, η ακουστική μεταστρέφεται σε λίγο πιο μελαγχολικούς τόνους, τα τσέλο λειτουργούν ως πρωτοπόροι της βραδιάς, οι χορδές των οποίων παίρνουν φωτιά, ενώ ακούμε αρκετές μελωδίες λίγο πιο σκοτεινές και βιώνουμε μια πιο εσωτερική εκτόνωση των συναισθημάτων μας. Είναι ένα live, στο οποίο δεν έχουν θέση mosh pits και έντονες κραυγές, αλλά περισσότερο, μια συναισθηματική θέρμη και το αίσθημα του δέους, αφού παρακολουθούμε μια μπάντα που έχει στο ιστορικό της μια διαχρονική και γνωστή στο ευρύ κοινό μουσική ανέλιξη, και συνεργασίες με πολύ μεγάλα ονόματα της διεθνούς σκηνής, όπως και με τους ίδιους τους Metallica κι αυτό ο κόσμος που βρίσκεται εκεί φαίνεται να το γνωρίζει. Στη συνέχεια ακούμε τις διασκευές των “Creeping Death”, “Wherever I May Roam” και το “Welcome Home (Sanitarium)”, για να ολοκληρωθεί έτσι το πρώτο μέρος της εμφάνισής τους, ενώ η στροφή στο δεύτερο part γίνεται με το “Fade To Black”, καθώς ο Mikko παίρνει τη θέση του στα ντραμς για να εκπληρώσει εκείνη τη μικρή έλλειψη που βιώναμε μέχρι τώρα.
Το σετ με την προσθήκη των τυμπάνων μοιάζει εμφανώς πιο ολοκληρωμένο και εντυπωσιακό, αν και απ’ ότι πληροφορηθήκαμε είναι επιτηδευμένη αυτή η αναμονή. Σίγουρα πάντως πολλοί απ’ τους θεατές ανάμεσα σε αυτούς κι εγώ, το ανέμεναν. Δίχως να κουραζόμαστε, συνεχίζουμε, να φωνάζουμε τους στίχους των αγαπημένων μας διασκευών ενώ οι τέσσερις frontmen, μας σιγοντάρουν έντονα, παραχωρώντας στον Eicca τα ηνία όσον αφορά την εμψύχωση του κοινού. Ο Eicca λοιπόν στο μικρόφωνο μας ρωτά, αν είμαστε έτοιμοι να τα δώσουμε όλα, αν είμαστε εδώ, περιμένοντας να ακούσει ένα μεγάλο, συμπαγές ναι. Το “Fade To Black”, διαδέχονται τα “For Whom The Bell Tolls” και το “Fight Fire With Fire”, ένα κομμάτι που έχω ξεχωρίσει, στην έναρξη του οποίου με βρίσκω να παραδίδομαι απόλυτα στη μελωδία του. Παρατηρώ τους ανθρώπους τριγύρω μου, βλέπω για άλλη μια φορά μια γκάμα κοινού, από τους κλασικούς, διαχρονικούς μεταλλάδες που γνωρίζουν τι βλέπουν και για ποιους έχουν έρθει, μέχρι και τους πιο νεοσύστατους ακροατές, που τώρα ενδεχομένως να βρίσκονται στη φάση της ανακάλυψης της μουσικής τους ταυτότητας και οι Apocalyptica, ίσως τελικά να γίνουν μια σταθερή προτίμηση στις μουσικές τους επιλογές.
Περνώντας σιγά σιγά στο τέλος του δεύτερου σετ, ακούμε τα “Οrion”, “Escape”, το “Battery” με τον απόλυτο συγχρονισμό των τσέλο και τις απότομες εναλλαγές. Εδώ η βραδιά έρχεται να θυμίσει ένα επιβλητικό κονσέρτο σύγχρονης κλασικής μουσικής. Σε κάνει να αναγνωρίζεις αλλά και να ξεχωρίζεις την ισχύ ενός κλασικού μουσικού οργάνου, που ποτέ σου δε φανταζόσουν ότι με την κατάλληλη παικτική αρτιότητα και δεξιοτεχνία μπορεί να προσδώσει αυτό το ακέραιο ηχητικό αποτέλεσμα. Μας “προειδοποιούν” ότι θα παίξουν ακόμα ένα κομμάτι, σαν να θέλουν να μας παροτρύνουν να εξωτερικεύσουμε τον πιο κρυμμένο μας εαυτό, και το “Seek And Destroy” ορθώνεται μπροστά μας, για να μας βρει να επαναλαμβάνουμε με ένταση και πυγμη το ρεφρέν μαζί τους. Δε θέλουμε να τελειώσει και σίγουρα δεν θα τελειώσει ακόμη. Ο κόσμος, γίνεται ένα και φωνάζει ότι επιθυμεί κι άλλο. Οι ίδιοι θέτοντας μας σε μια “βασανιστική” αναμονή, αποχωρούν από τη σκηνή για λίγο για να επανεμφανιστούν λίγο αργότερα, για το πολυπόθητο encore. Ακούω τριγύρω μου ανθρώπους να συζητούν ότι θέλουν να παίξουν το “One”.
Πρώτο παίρνει τη θέση του, ένα ιδιαίτερο και δημοφιλές κομμάτι των Metallica. Aκούμε το “Nothing Else Matters”, σε μια αρκετά καλή, αργόσυρτη μουσική απόδοση ενώ για το τέλος μας φυλάνε το καλύτερο. To “One” παίρνει σάρκα και οστά μέσα από το συγκερασμό των τυμπάνων και του τσέλο, για άλλη μια φορά, τραβώντας μας παθητικά στην ηχητική του δίνη. Το συμπέρασμα της βραδιάς, είναι πως η συμφωνική μουσική, είναι ικανή από μόνη της να δημιουργήσει μια μαγική ατμόσφαιρα και να προσδώσει σε κλασικά κομμάτια της heavy metal σκηνής, έναν τελείως διαφορετικό και αλλιώτικο χαρακτήρα, που κάποιες φορές σε αφήνει λίγο μπερδεμένο, ενώ κάποιες άλλες αποσβολωμένο, όσον αφορά το συναίσθημα που σου προξενεί, ενώ η παικτική ευρεσιτεχνία όσον αφορά την απόδοση των κομματιών, η επιλογή της προσθήκης των ντραμς στη μέση της βραδιάς και οι έντονες μελωδικές μεταστροφές μέσα στα κομμάτια κρίθηκαν απαραίτητα στοιχεία για τη δημιουργία μιας πολύπλευρης μουσικής εμφάνισης από μέρους του συγκροτήματος, αποφεύγοντας τη μονοτονία και το σύνηθες.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΕΔΩ